σκῶλος: Difference between revisions
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
(Autenrieth) |
(37) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[pointed]] [[stake]], Il. 13.564†. | |auten=[[pointed]] [[stake]], Il. 13.564†. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[πάσσαλος]] με οξύ το ένα του [[άκρο]], [[παλούκι]]<br /><b>2.</b> [[αγκάθι]] («ἦν τις [[ἀΐδρυτος]] ἀβάτοισιν ἐν σκώλοισι τὰ πρόσωπα περιειργμένος», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συμφορά]], όλεθρος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. [[σκόλοψ]] «[[πάσσαλος]], [[παλούκι]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. μπορεί να συνδεθεί με αλβ. <i>hell</i> «[[τρυπητήρι]], [[σούβλα]]», <i>helle</i> «[[σούβλα]], [[ακόντιο]]», λιθουαν. <i>ku</i><i>ō</i><i>las</i> «[[παλούκι]]»].———————— <b>(II)</b><br />ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σκώλοισι<br />δρεπάνοις».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[σκώληκας]]].———————— <b>(III)</b><br />τὸ, Α<br />(αμφβλ. σημ.) οικιακό [[σκεύος]] άγνωστης χρήσης. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,= σκόλοψ,
A pointed stake, ὥς τε σ. πυρίκαυστος Il.13.564: also, thorn, prickle, Ar.Lys.810, Call.Fr.7.1 P. 2 metaph., evil, ruin, LXX 2 Ch.28.23. 3 = δρέπανον, Hsch.
σκῶλος, εος, τό, dub. sens. in BGU40.13 (ii/iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 909] ὁ, wie σκόλοψ, ein Spitzpfahl, πυρίκαυστος, Il. 13, 564. Auch Dorn, Stachel, Ar. Lys. 810.
Greek (Liddell-Scott)
σκῶλος: ὁ, ὡς τὸ σκόλοψ, πάσσαλος ἀπολήγων εἰς ὀξύ, «παλοῦκι», ὥστε σκ. πυρίκαυστος Ἰλ. Ν. 564· ὡσαύτως, ἄκανθα, κέντρον («κεντρί»), «ἀγκάθι», Ἀριστοφ. Λυσ. 810. 2) μεταφορ., κακόν, ὄλεθρος, ἀπώλεια, Ἑβδ. (Β΄ Παραλ. ΚΗ΄, 13).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 pieu, poteau;
2 épine, piquant.
Étymologie: cf. σκόλοψ.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
(I)
ὁ, Α
1. πάσσαλος με οξύ το ένα του άκρο, παλούκι
2. αγκάθι («ἦν τις ἀΐδρυτος ἀβάτοισιν ἐν σκώλοισι τὰ πρόσωπα περιειργμένος», Αριστοφ.)
3. συμφορά, όλεθρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. σκόλοψ «πάσσαλος, παλούκι». Κατ' άλλη άποψη, η λ. μπορεί να συνδεθεί με αλβ. hell «τρυπητήρι, σούβλα», helle «σούβλα, ακόντιο», λιθουαν. kuōlas «παλούκι»].———————— (II)
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «σκώλοισι
δρεπάνοις».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σκώληκας].———————— (III)
τὸ, Α
(αμφβλ. σημ.) οικιακό σκεύος άγνωστης χρήσης.