στήριγμα: Difference between revisions
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
(eksahir) |
(38) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[firmamento]] | |esgtx=[[firmamento]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ίγματος, το, ΝΜΑ [[στηρίζω]]<br /><b>1.</b> [[καθετί]] [[πάνω]] στο οποίο στηρίζεται [[κάτι]], [[μέσο]] στήριξης, [[έρεισμα]] (α. «[[στήριγμα]] της καρέκλας» β. «καί μοι [[χερός]] τις ἐνδότω στηρίγματα, θάκους ἀπήνης ὡς ἂν ἐκλίπω [[καλῶς]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πρόσωπο]] στο οποίο μπορεί να βασιστεί [[κανείς]] για υλική ἡ [[ηθική]] [[βοήθεια]], [[προστάτης]], [[βοηθός]] (α. «ο [[γιος]] της ήταν το μόνο στήριγμά της» β. «ὡς [[στήριγμα]] πιστῶν δεδομένη, Παρθένε», Μηναί.<br />γ. «στηρίγματ' οἴκου, Τραγ. Αδέσπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> μικρό [[τμήμα]] ειδικά διατεθειμένο για την [[υπεράσπιση]] μιας μονάδας πυροβολικού που εκτελεί [[βολή]] [[εναντίον]] του εχθρού<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[ηθική]] [[προστασία]], [[βοήθεια]]<br />β) [[βάση]], [[αρχή]]<br /><b>3.</b> <b>(μυκητ.)</b> καθεμιά από τις [[τέσσερεις]], [[συνήθως]], προεκβολές στην [[κορυφή]] ενός βασιδίου οι οποίες φέρουν στην [[κορυφή]] από ένα βασιδιοσπόριο<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[στήριγμα]] διανύσματος»<br /><b>μαθ.</b> η απεριόριστη [[ευθεία]] [[πάνω]] στην οποία φέρεται ένα [[διάνυσμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρακερκίς]]<br /><b>2.</b> η [[στείρα]] του πλοίου<br /><b>3.</b> [[ουρανός]], [[στερέωμα]]<br /><b>4.</b> (με περιληπτ. σημ.) [[ομάδα]] φρουρών, φυλάκων ή υπηρετών που διατελούν σε [[υπηρεσία]] άρχοντα ή δημόσιου ιδρύματος («τὸ λοιπὸν τοῡ στηρίγματος μετῇρε Ναβουζαρδάν», ΠΔ.)<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ στηρίγματα</i><br />χειρουργικά υποστηρίγματα. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A support, foundation, χερὸς . . στηρίγματα the support of one's hand, E.IA617; στηρίγματ' οἴκου, of children, Trag.Adesp.427; θνητῶν σ. κραταιόν Orph.H.18.7; περιπλοκῆς δεῖται καὶ στηρίγματος Plu.2.649c, cf. Ph.1.644: in pl., of a tower, J.BJ2.17.8. 2 = στῆριγξ 2, Nicostr.Com.39 (στήριγγα cj. Kock), Plu.Cor. 24. 3 = στεῖρα (A), στερέωμα 3, Nonn.D.40.451. 4 = στερέωμα 4, PMag.Lond.121.509. 5 τὸ λοιπὸν τοῦ σ. the rest of the multitude, LXX 4 Ki.25.11. 6 pl., surgical supports, = ἀποστηρίγματα, distd. fr. ἑρμάσματα, Gal.18(2).917.
German (Pape)
[Seite 942] τό, das Gestützte, die Stütze; χερὸς στηρίγματα, Eur. I. A. 617; Plut. Symp. 3, 2, 2.
Greek (Liddell-Scott)
στήριγμα: τό, ὑποστήριγμα, θεμέλιον, χερὸς στ., ἔρεισμα, ὑποστήριξις, Εὐρ. Ι. Α. 617· θνητῶν στ. κραταιὸν Ὀρφ. Ὕμν. 17. 7· στηρίγματος δεῖσθαι Πλούτ. 2. 649Β. 2) = στῆριγξ 2, Νικόστρ. ἐν Ἀδήλ. 11, Πλουτ. Κοριολ. 24. 3) = στεῖρα (Α), στερέωμα, Νόνν. Δ. 40. 451.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 soutien, appui;
2 c. στῆριγξ.
Étymologie: στηρίζω.
Spanish
Greek Monolingual
-ίγματος, το, ΝΜΑ στηρίζω
1. καθετί πάνω στο οποίο στηρίζεται κάτι, μέσο στήριξης, έρεισμα (α. «στήριγμα της καρέκλας» β. «καί μοι χερός τις ἐνδότω στηρίγματα, θάκους ἀπήνης ὡς ἂν ἐκλίπω καλῶς», Ευρ.)
2. μτφ. πρόσωπο στο οποίο μπορεί να βασιστεί κανείς για υλική ἡ ηθική βοήθεια, προστάτης, βοηθός (α. «ο γιος της ήταν το μόνο στήριγμά της» β. «ὡς στήριγμα πιστῶν δεδομένη, Παρθένε», Μηναί.
γ. «στηρίγματ' οἴκου, Τραγ. Αδέσπ.)
νεοελλ.
1. στρ. μικρό τμήμα ειδικά διατεθειμένο για την υπεράσπιση μιας μονάδας πυροβολικού που εκτελεί βολή εναντίον του εχθρού
2. μτφ. α) ηθική προστασία, βοήθεια
β) βάση, αρχή
3. (μυκητ.) καθεμιά από τις τέσσερεις, συνήθως, προεκβολές στην κορυφή ενός βασιδίου οι οποίες φέρουν στην κορυφή από ένα βασιδιοσπόριο
4. φρ. «στήριγμα διανύσματος»
μαθ. η απεριόριστη ευθεία πάνω στην οποία φέρεται ένα διάνυσμα
αρχ.
1. παρακερκίς
2. η στείρα του πλοίου
3. ουρανός, στερέωμα
4. (με περιληπτ. σημ.) ομάδα φρουρών, φυλάκων ή υπηρετών που διατελούν σε υπηρεσία άρχοντα ή δημόσιου ιδρύματος («τὸ λοιπὸν τοῡ στηρίγματος μετῇρε Ναβουζαρδάν», ΠΔ.)
5. στον πληθ. τὰ στηρίγματα
χειρουργικά υποστηρίγματα.