τύρβη: Difference between revisions
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
(Bailly1_5) |
(42) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης (ἡ) :<br />désordre, confusion, tumulte.<br />'''Étymologie:''' R. Τυρ, agiter vivement ; cf. <i>lat.</i> turba, turbo. | |btext=ης (ἡ) :<br />désordre, confusion, tumulte.<br />'''Étymologie:''' R. Τυρ, agiter vivement ; cf. <i>lat.</i> turba, turbo. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[σύρβη]] Α<br />βοή, [[θόρυβος]], [[σύγχυση]], [[ταραχή]], [[αταξία]] (α. «[[μακριά]] από την [[τύρβη]] της πρωτεύουσας» β. «θορύβου καὶ... τύρβης πλῆρες [[στρατόπεδον]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> βακχική [[γιορτή]] και όρχηση με [[συνοδεία]] αυλού («τῷ Διονύσῳ δὲ καὶ ἑορτὴν ἄγουσι καλουμένην τύρβην», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[αὐλοθήκη]]»<br /><b>3.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) [[γλέντι]], [[ευθυμία]], [[ξεφάντωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικοί τ. άγνωστης ετυμολ. Προβλήματα γεννά η [[εναλλαγή]] τών τκαι <i>σ</i>- στους τ., ενώ η [[άποψη]] ότι το <i>σ</i>- του [[σύρβη]] [[είναι]] αναλογικό [[προς]] το ρ. [[σύρω]] οφείλεται [[μάλλον]] σε [[παρετυμολογία]]. Η λ. [[τύρβη]] αντιστοιχεί ακριβώς με το λατ. <i>turba</i> και πιθ. η λατ. λ. [[είναι]] δάνεια από την Ελληνική]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:58, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A disorder, confusion, tumult, τύρβην παρέχειν τινί Hp. Fract.22; τὴν τύρβην ἐν ᾗ ζῶμεν Isoc.15.130, cf. X.Cyr.1.2.3, Plb. 1.67.3, etc. II metaph., ἡ ποιητικὴ τ. the poetic rout, Epicur. Fr.228; so of a Bacchic festival and its dance, Paus.2.24.6: hence, acc. to Suid., = ἀπόλαυσις, revelry. [Oxyt. in some codd. of Hp. l.c.; the form σύρβη is cited by Suid., Eust.871.60.] (Cf. Lat. turba, O Norse pyrpask 'crowd together'.)
German (Pape)
[Seite 1164] ἡ, att. statt des ion. u. gemeinen σύρβη, 1) Verwirrung, Unordnung, Getümmel, Lärm, turba; Isocr. 15, 130; im Ggstz von εὐκοσμία, Xen. Cyr. 1, 2, 3. – 2) ein bacchisches Fest und der dabei gebräuchliche Tanz, Pausan. 2, 9. 4, 6.
Greek (Liddell-Scott)
τύρβη: ἡ, ταραχή, ἀταξία, σύγχυσις, θόρυβος, Λατ. turba, τύρβην παρασχεῖν τινι Ἱππ. Ἀγμ. 766· τὴν τύρβην ἐν ᾗ ζῶμεν Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 138 (130 Βaiter), πρβλ. Ξεν. Κύρ. 1. 2, 3, Πολυδ. 1. 67, 3, κλπ. ΙΙ. βακχικὴ ἑορτὴ καὶ ἡ κατ’ αὐτὴν ὄρχησις, τῷ Διονύσῳ δὲ καὶ ἑορτὴν ἄγουσι καλουμένην τύρβην Παυσ. 2. 24, 6· - ἐντεῦθεν κατὰ τὸν Σουΐδ. = ἀπόλαυσις, εὐθυμία. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται καὶ αἱ λ. τύρβα, τυρβάζω· πρβλ. Σανσκρ. tvar, tur, tur-âmi (festino)· tur-as (celer)· tvar-â (festinatio)· Λατ. tur-ba, tur-bo, καὶ ἴσως tur-ma· οἱ τύποι σύρβα, σύρβη μνημονεύονται παρ’ Ἡσυχ. καὶ Εὐστ.).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
désordre, confusion, tumulte.
Étymologie: R. Τυρ, agiter vivement ; cf. lat. turba, turbo.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και σύρβη Α
βοή, θόρυβος, σύγχυση, ταραχή, αταξία (α. «μακριά από την τύρβη της πρωτεύουσας» β. «θορύβου καὶ... τύρβης πλῆρες στρατόπεδον», Πολ.)
αρχ.
1. βακχική γιορτή και όρχηση με συνοδεία αυλού («τῷ Διονύσῳ δὲ καὶ ἑορτὴν ἄγουσι καλουμένην τύρβην», Παυσ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «αὐλοθήκη»
3. (κατά το λεξ. Σούδα) γλέντι, ευθυμία, ξεφάντωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικοί τ. άγνωστης ετυμολ. Προβλήματα γεννά η εναλλαγή τών τκαι σ- στους τ., ενώ η άποψη ότι το σ- του σύρβη είναι αναλογικό προς το ρ. σύρω οφείλεται μάλλον σε παρετυμολογία. Η λ. τύρβη αντιστοιχεί ακριβώς με το λατ. turba και πιθ. η λατ. λ. είναι δάνεια από την Ελληνική].