ἄλαλκε: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
(2)
mNo edit summary
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄλαλκε]] (Α) (γ΄ ενικό πρόσ. αορ. β΄) [[απομακρύνω]] [[απωθώ]]<br /><b>βλ.</b> και [[ἀλέξω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επικός και [[ποιητικός]] γενικότερα [[ρηματικός]] τ. (γ΄ ενικού πρόσ. και αορ. β΄) που σχηματίζεται από τη μονοσύλλαβη ρ. <i>ἀλκ</i>- με αναδιπλασιασμό. Μεταπτωτική [[βαθμίδα]] της ίδιας ρίζας απαντά και στο ρ. [[ἀλέξω]]. Από τον αόρ. β΄ <i>ἤλαλκον</i> ([[ἄλαλκε]]) προήλθε υποχωρητικά ο τ. του μέλλοντα <i>ἀλαλκήσω</i> και ο [[ενεστωτικός]] τ. <i>ἀλἀλκω</i><br />από τη μτχ. δε του ρ. <i>ἀλάλκω</i> προήλθε το όνομα της πόλης <i>Ἀλαλκομεναί</i>, [[καθώς]] και το επίθ. της Αθηνάς <i>Ἀλαλκομένη</i>. Στα ρηματικά παράγωγα της λ. ανήκουν και οι λ. [[ἄλκαρ]] «φυλακτήριο, [[άμυνα]]» και <i>ἀλκτὴρ</i> «αυτός που αποκρούει, απομακρύνει [[κάτι]]». Εξάλλου από την [[ίδια]] ρ. προέρχεται και το όνομα <i>ἀλκὶ</i> (που απαντά μόνο σε [[πτώση]] δοτ. και συγκεκριμένα στην ομηρική [[φράση]] <i>ἀλκὶ πεποιθὼς</i> «έχοντας [[εμπιστοσύνη]] στην [[ανδρεία]] του»), απ’ όπου και το ουσ. [[ἀλκή]]. Τέλος, με τη ρ. <i>ἀλκ</i>- συνδέονται και τα ρήματα [[ἀλκάθω]] «[[υποστηρίζω]]» και [[ἀλκάζω]] «[[εφαρμόζω]] [[δύναμη]]», [[καθώς]] και τα κύρια ονόματα <i>Ἀλκαῖος</i>, <i>Ἀλκμάων</i>, <i>Ἀλκμέων</i>, <i>Ἀλκμάν</i>, <i>Ἀλκμήνη</i>, <i>Ἄλκιμος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>Ἀλαλκομεναί</i>, <i>Ἀλαλκομένη</i>, [[ἄλκαρ]], [[ἀλκτήρ]], [[ἀλκάζω]], [[ἀλκάθω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀλαλκτήριον]].
|mltxt=[[ἄλαλκε]] (Α) (γ΄ ενικό πρόσ. αορ. β΄) [[απομακρύνω]] [[απωθώ]]<br /><b>βλ.</b> και [[ἀλέξω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επικός και [[ποιητικός]] γενικότερα [[ρηματικός]] τ. (γ΄ ενικού πρόσ. και αορ. β΄) που σχηματίζεται από τη μονοσύλλαβη ρ. <i>ἀλκ</i>- με αναδιπλασιασμό. Μεταπτωτική [[βαθμίδα]] της ίδιας ρίζας απαντά και στο ρ. [[ἀλέξω]]. Από τον αόρ. β΄ <i>ἤλαλκον</i> ([[ἄλαλκε]]) προήλθε υποχωρητικά ο τ. του μέλλοντα <i>ἀλαλκήσω</i> και ο [[ενεστωτικός]] τ. <i>ἀλἀλκω</i><br />από τη μτχ. δε του ρ. <i>ἀλάλκω</i> προήλθε το όνομα της πόλης <i>Ἀλαλκομεναί</i>, [[καθώς]] και το επίθ. της Αθηνάς <i>Ἀλαλκομένη</i>. Στα ρηματικά παράγωγα της λ. ανήκουν και οι λ. [[ἄλκαρ]] «φυλακτήριο, [[άμυνα]]» και <i>ἀλκτὴρ</i> «αυτός που αποκρούει, απομακρύνει [[κάτι]]». Εξάλλου από την [[ίδια]] ρ. προέρχεται και το όνομα <i>ἀλκὶ</i> (που απαντά μόνο σε [[πτώση]] δοτ. και συγκεκριμένα στην ομηρική [[φράση]] <i>ἀλκὶ πεποιθὼς</i> «έχοντας [[εμπιστοσύνη]] στην [[ανδρεία]] του»), απ’ όπου και το ουσ. [[ἀλκή]]. Τέλος, με τη ρ. <i>ἀλκ</i>- συνδέονται και τα ρήματα [[ἀλκάθω]] «[[υποστηρίζω]]» και [[ἀλκάζω]] «[[εφαρμόζω]] [[δύναμη]]», [[καθώς]] και τα κύρια ονόματα <i>Ἀλκαῖος</i>, <i>Ἀλκμάων</i>, <i>Ἀλκμέων</i>, <i>Ἀλκμάν</i>, <i>Ἀλκμήνη</i>, <i>Ἄλκιμος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>Ἀλαλκομεναί</i>, <i>Ἀλαλκομένη</i>, [[ἄλκαρ]], [[ἀλκτήρ]], [[ἀλκάζω]], [[ἀλκάθω]]<br /><b>μσν.</b>[[ἀλαλκτήριον]]].
}}
}}

Revision as of 10:40, 10 October 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄλαλκε Medium diacritics: ἄλαλκε Low diacritics: άλαλκε Capitals: ΑΛΑΛΚΕ
Transliteration A: álalke Transliteration B: alalke Transliteration C: alalke Beta Code: a)/lalke

English (LSJ)

[ᾰλα], 3sg. aor. 2 (also 2 imper., Thgn. 13), Il.23.185, Hes.Th.527, Pi.N.4.60 (augm.

   A ἤλαλκε Hsch.); subj. (v. infr.); opt. ἀλάλκοις, -κοι, -κοιεν, Od.13.319, Il.21.138, 22.196; in<*>. ἀλαλκέμεναι Il.17.153, ἀλαλκεῖν (ἀλαλκέμεν Ar.Byz.) 19.30, AP7.8 (Antip.); part. ἀλαλκών Il.9.605, AP9.374 :—ward, keep off, τί τινι something from a person, Il.19.30, etc.; less freq. τί τινος 21.539; ἀ. τί τινι κρατός Od.10.288.—Hence A.R.2.235 formed fut. ἀλαλκήσουσιν, Q.S.7.267 pres. ἀλάλκουσιν. (Cf. ἀλέξω.)

Greek (Liddell-Scott)

ἄλαλκε: [ᾰλα], γ΄ ἑν. τοῦ ἀορ. β΄ (ὡσαύτως β΄ πρ. τῆς προστακτ., Θέογν. 13), Ὅμ., Ἡσ., Πίνδ.: ὑποτακτ. (ἴδε κατωτέρω): εὐκτ. ἀλάλκοις, -κοι, -κοιεν, Ὀδ. Ν. 319, Ἰλ. Φ. 138., Χ. 196· ἀπαρ. ἀλαλκέμεναι, -έμεν, Ἰλ. Ρ. 153., Τ. 30· ἀλαλκεῖν μόνον ἐν Ἀνθ.: μετ. ἀλαλκών, Ἰλ. Ι. 605, Ἀνθ. Ἀπομακρύνειν τι, ἀπωθεῖν, τί τινι, ἀπὸ τινος, Ἰλ. Τ. 30, κτλ.: Σπανιώτερον, τί τινος, Φ 539: ὡσαύτως, ἀλ. τί τινι κρατός, Ὀδ. Κ. 288. - Ἄλλοι χρόνοι δὲν εἶναι εὔχρηστοι παρ’ Ὁμήρῳ, ἐπειδὴ ὁ Οὐόλφ. ὀρθῶς μετέβαλε τὸν μέλλ. ἀλαλκήσει (Ὀδ. Κ. 288) εἰς ἀόρ. ἀλάλκῃσι, ἀλλ’ ὁ Ἀπολλ. Ρόδ. 2, 235 ἐσχημάτισε μέλλοντα ἀλαλκήσουσιν, καὶ ὁ Κόϊντος Σμυρ. 7. 267 ἐνεστῶτα ἀλάλκουσιν. (Ἐκ √ ΑΛΚ παράγονται ἄλαλκε, ἀλκαθεῖν, ἀλκή, ἄλκαρ, ἄλκιμος, ἀλκτήρ, ἀλέξω: τῆς √ ΑΡΚ (ἴδε στοιχ. Λ λ. ΙV), ἐξ ἧς ἀρκέω, Λατ. arceo, arx, arca· πρβλ. Σανσκρ. raksh (= arks) rakshâmi (defendo) : πιθ. καὶ τὸ ἀρήγω εἶναι τροποποίησις τῆς αὐτῆς ῥίζης.

English (Autenrieth)

-εῖν, -ών: see ἀλέξω.

Greek Monolingual

ἄλαλκε (Α) (γ΄ ενικό πρόσ. αορ. β΄) απομακρύνω απωθώ
βλ. και ἀλέξω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επικός και ποιητικός γενικότερα ρηματικός τ. (γ΄ ενικού πρόσ. και αορ. β΄) που σχηματίζεται από τη μονοσύλλαβη ρ. ἀλκ- με αναδιπλασιασμό. Μεταπτωτική βαθμίδα της ίδιας ρίζας απαντά και στο ρ. ἀλέξω. Από τον αόρ. β΄ ἤλαλκον (ἄλαλκε) προήλθε υποχωρητικά ο τ. του μέλλοντα ἀλαλκήσω και ο ενεστωτικός τ. ἀλἀλκω
από τη μτχ. δε του ρ. ἀλάλκω προήλθε το όνομα της πόλης Ἀλαλκομεναί, καθώς και το επίθ. της Αθηνάς Ἀλαλκομένη. Στα ρηματικά παράγωγα της λ. ανήκουν και οι λ. ἄλκαρ «φυλακτήριο, άμυνα» και ἀλκτὴρ «αυτός που αποκρούει, απομακρύνει κάτι». Εξάλλου από την ίδια ρ. προέρχεται και το όνομα ἀλκὶ (που απαντά μόνο σε πτώση δοτ. και συγκεκριμένα στην ομηρική φράση ἀλκὶ πεποιθὼς «έχοντας εμπιστοσύνη στην ανδρεία του»), απ’ όπου και το ουσ. ἀλκή. Τέλος, με τη ρ. ἀλκ- συνδέονται και τα ρήματα ἀλκάθω «υποστηρίζω» και ἀλκάζω «εφαρμόζω δύναμη», καθώς και τα κύρια ονόματα Ἀλκαῖος, Ἀλκμάων, Ἀλκμέων, Ἀλκμάν, Ἀλκμήνη, Ἄλκιμος.
ΠΑΡ. αρχ. Ἀλαλκομεναί, Ἀλαλκομένη, ἄλκαρ, ἀλκτήρ, ἀλκάζω, ἀλκάθω
μσν.ἀλαλκτήριον].