ἀποχέω: Difference between revisions
ταράσσει τοὺς ἀνθρώπους οὐ τὰ πράγματα, ἀλλὰ τὰ περὶ τῶν πραγμάτων δόγματα → what disturbs people is not what happens, but their view of what happens | it is not the things themselves that disturb men, but their judgements about these things
(6) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀποχέω]] (Α)<br />Ι. 1. [[εκχέω]], [[χύνω]] έξω, [[σκορπίζω]]<br />II. (-ομαι)<br /><b>1.</b> διασκορπίζομαι [[χάμω]]<br /><b>2.</b> (για στάχια) [[ξεπροβάλλω]], ξεπετιέμαι. | |mltxt=[[ἀποχέω]] (Α)<br />Ι. 1. [[εκχέω]], [[χύνω]] έξω, [[σκορπίζω]]<br />II. (-ομαι)<br /><b>1.</b> διασκορπίζομαι [[χάμω]]<br /><b>2.</b> (για στάχια) [[ξεπροβάλλω]], ξεπετιέμαι. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀποχέω:''' μέλ. <i>-χεῶ</i>, αόρ. <i>-έχεα</i>, Επικ. <i>-έχευα</i> [[εκχέω]], [[ραντίζω]], [[σταλάζω]], σε Ομήρ. Οδ.· ποιητ. Μέσ. <i>ἀπο-χεύομαι</i>, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:36, 30 December 2018
English (LSJ)
imper.
A ἀπόχει Dsc.1.53: aor. ἀπέχεα, Ep. -έχευα:— pour out or off, spill, shed, ἀπὸ δ' εἴδατα χεῦεν ἔραζε Od.22.20,85: poet. pres. Med., παγὰν ἃν ἀποχεύονται Κασταλίας δῖναι E.Ion148 (lyr.). 2 pour off, Hp.Ulc.12; τι εἴς τι Dsc.1.53. II Pass., to be poured off, Plb.34.9.10; τοῦ μὲν ἀποχεομένου ὕδατος, τοῦ δὲ ἐπιχεομένου Dsc.2.76; to be shed, fall off, ἀποχυθέντα φύλλα Plu.2.332b. 2 of plants, come into ear, Thphr.HP8.8.1, etc.; οὐκ εἰς στάχυν ἀλλ' οἷον φόβην ib.4.4.10:—Med., make to shoot, ἀ.ποίην Nic. Th.569(s.v.l.); χαίτην ib.658.
German (Pape)
[Seite 336] (s. χέω), ausgießen, verschütten, Hom. Od. 22, 20. 85 ἀπὸ δ' εἴδατα χεῦεν ἔραζε; Iliad. 22, 468 τῆλε δ' ἀπὸ κρατὸς χέε δέσματα, Aristarch βάλε, s. Scholl. Didym.; ἀποχεύονται Κασταλίας δῖναι παγάν Eur. Ion. 148; ἀποχεομένων ὑδάτων, ἀποχυθέντος μολύβδου Pol. 34, 9, 10. 11, u. a. Sp.; φύλλα ἀποχυθέντα, abgefallenes Laub, Plut. Alex. fort. 1, 10 E. – Vom Getreide, schossen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποχέω: μέλλ. -χεῶ: ἀόρ. ἀπέχεα, Ἐπ. -έχευα: ἐκχέω, ῥίπτω, σκορπίζω, ἀπὸ δ’ εἴδατα χεῦεν ἔραζε Ὀδ. Χ. 20, 85: ποιητ. ἐνεστ. μέσ., ἀποχεύοντα παγὰν Εὐρ. Ἴων 148. 2) χέω ἔξω ἀπὸ τινος, ἐκχέω, τῇ δὲ ἕκτη ἀπόχει τὸ ἔλαιον ἀπὸ τοῦ κρόκου Διοσκ. 1. 64· τι εἴς τι ὁ αὐτ. 1. 63. ΙΙ. Παθ. χύνομαι ἔξω, Πολύβ. 34. 9, 10· τοῦ μὲν ἀποχεομένου ὕδατος τοῦ δὲ ἐπιχεομένου Διοσκ. 2. 90: χύνομαι, πίπτω, ἀποχυθέντα φύλλα Πλούτ. 2. 332Β. 2) ἐπὶ τοῦ στάχυος, ὅταν ἀνοίγῃ ἡ κάλυξ καὶ ἀναφαίνηται οὗτος, ἐξέρχομαι, ἀλλ’ οὐ πρότερον φανερὸς γίνεται (ὁ στάχυς) πρὶν ἂν προαυξηθεὶς ἐν τῇ κάλυκι γένηται, τότε δὲ ἡ κύησις φανερὰ διὰ τὸν ὄγκον· ἀποχυθείς δ’ εὐθὺς ἀνθεῖ κτλ. Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 8, 2, 5, κτλ. καταλήγω, αὐξάνω εἰς…, ἀποχεῖται δὲ οὐκ εἰς στάχυν, περὶ τοῦ ὀρύζου (τῆς ’ρυζιᾶς), αὐτόθι 4. 4, 10: - Μέσ. ἐκβλαστάνω, φύω, νέον δ’ ἀπεχεύατο ποίην Νικ. Θ. 569· χαίτην ὁ αὐτ. 658.
French (Bailly abrégé)
répandre, épancher.
Étymologie: ἀπό, χέω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): -εύω Od.22.20, 85, E.Io 148
• Morfología: [pres. contr. Thphr.HP 4.4.10, PRyl.154.14 (I d.C.), Dsc.2.76; aor. ind. med. ἀπεχεύατο Nic.Th.569, part. act. ἀποχέας Hp.Vlc.12; fut. ind. act. contr. ἀποχεεῖς LXX La.4.21]
I en gener.
1 tr. volcar desparramando, esparcir ἀπὸ δ' εἴδατα χεῦεν ἔραζε Od.ll.cc., más gener. de líquidos verter, derramar muy frec. en recetas médicas, Hp.Morb.2.28, Dieuch.15.106, Dsc.1.52, 2.76, Orib.4.8.8
•en v. pas. φύλλα δ' αὐτοῖς δένδρων ἀποχυθέντα (no utilizan camas) sino hojas de los árboles esparcidas por ellos Plu.2.332b
•abs. verter el líquido ἀποχέας ἐς ἕτερον χυτρίδιον Hp.Vlc.21, cf. Acut.(Sp.) 63, Vlc.12, Dsc.1.53, Orib.4.8.8, μηθυσθήσῃ καὶ ἀποχεεῖς LXX l.c.
•en v. med. mismo sent. παγάν, ἃν ἀποχεύονται Κασταλίας δῖναι E.l.c.
•regar en v. pas. διῶρυξ ... δι' οὗ ἀποχεῖται ὁ κλῆρος PRyl.l.c.
2 intr. en v. med.-pas. de líquidos desparramarse ἀποχεομένων τῶν ὑδάτων Plb.34.9.10, cf. 11, de humores en el cuerpo ὅταν πικρότης τις ἀποχυθῇ Hp.VM 19, πολὺ ἁλὲς ἀποχυθὲν αἷμα Hp.Acut.(Sp.) 29
•de un terreno extenderse ἐλαιὼν εἰς ὃν ἀποχέεται ὁ ἐλαιῶν Stud.Pal.20.7.19 (II d.C.).
II bot. en v. med.
1 tr. hacer brotar, producir de plantas echar ἀπεχεύατο ποίην Nic.Th.569, χαίτην Nic.Th.658.
2 intr. germinar, florecer τὰ (σπέρματα) ... ὀψὲ ἀποχεῖται Thphr.HP 8.8.1, ὄρυζον ... ἀποχεῖται δὲ οὐκ εἰς στάχυν Thphr.HP 4.4.10
•fig. emanar de Dios τὸ ἀγαθὸν ἀπ' αὐτοῦ ἀποχεόμενον Athenag.Leg.23.7.
Greek Monolingual
ἀποχέω (Α)
Ι. 1. εκχέω, χύνω έξω, σκορπίζω
II. (-ομαι)
1. διασκορπίζομαι χάμω
2. (για στάχια) ξεπροβάλλω, ξεπετιέμαι.
Greek Monotonic
ἀποχέω: μέλ. -χεῶ, αόρ. -έχεα, Επικ. -έχευα εκχέω, ραντίζω, σταλάζω, σε Ομήρ. Οδ.· ποιητ. Μέσ. ἀπο-χεύομαι, σε Ευρ.