ἀρτέμων: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
(6)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἀρτέμων]])<br />ο [[φλόκος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρό [[ιστίο]] του μικρού καταρτιού της πλώρης<br /><b>2.</b> η [[τρίτη]] [[τροχαλία]] στο «πολύσπαστον» του Αρχιμήδη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος αβέβαιης προελεύσεως. Υποστηρίχτηκε ότι πρόκειται για παράγωγο του ρ. [[αρτέομαι]] «ετοιμάζομαι», [[αλλά]] πιο πιθανή φαίνεται η [[υπόθεση]] ότι προήλθε από το ρ. [[αρτώ]] «[[κρεμώ]]», [[πράγμα]] που αντιστοιχεί και αρμόζει και στις δύο σημασίες της λ. Ο τ. ανήκει στις λέξεις της τεχνικής ορολογίας με [[επίθημα]] -<i>μων</i> / -<i>μονος</i>, που συνιστούν [[κυρίως]] ονόματα οργάνων. Ο [[λατινικός]] όρος <i>artemo</i>(<i>n</i>), -<i>onis</i>, με την [[ίδια]] [[σημασία]], [[είναι]] [[δάνειο]] από την Ελληνική και απο αυτόν προήλθε και το γαλλ. <i>artimon</i> «[[κατάρτι]] στην [[πρύμνη]] του πλοίου»].
|mltxt=ο (Α [[ἀρτέμων]])<br />ο [[φλόκος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρό [[ιστίο]] του μικρού καταρτιού της πλώρης<br /><b>2.</b> η [[τρίτη]] [[τροχαλία]] στο «πολύσπαστον» του Αρχιμήδη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος αβέβαιης προελεύσεως. Υποστηρίχτηκε ότι πρόκειται για παράγωγο του ρ. [[αρτέομαι]] «ετοιμάζομαι», [[αλλά]] πιο πιθανή φαίνεται η [[υπόθεση]] ότι προήλθε από το ρ. [[αρτώ]] «[[κρεμώ]]», [[πράγμα]] που αντιστοιχεί και αρμόζει και στις δύο σημασίες της λ. Ο τ. ανήκει στις λέξεις της τεχνικής ορολογίας με [[επίθημα]] -<i>μων</i> / -<i>μονος</i>, που συνιστούν [[κυρίως]] ονόματα οργάνων. Ο [[λατινικός]] όρος <i>artemo</i>(<i>n</i>), -<i>onis</i>, με την [[ίδια]] [[σημασία]], [[είναι]] [[δάνειο]] από την Ελληνική και απο αυτόν προήλθε και το γαλλ. <i>artimon</i> «[[κατάρτι]] στην [[πρύμνη]] του πλοίου»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀρτέμων:''' -ονος, ὁ ([[ἀρτάω]]), πιθ. το [[ιστίο]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 21:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτέμων Medium diacritics: ἀρτέμων Low diacritics: αρτέμων Capitals: ΑΡΤΕΜΩΝ
Transliteration A: artémōn Transliteration B: artemōn Transliteration C: artemon Beta Code: a)rte/mwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, (ἀρτάω)

   A foresail of a ship, Act.Ap.27.40, dub. sens. in Lyd.Mens.2.12.    II principal pulley in a system, Vitr. 10.2.9 (in Latin form, = Gk. ἐπάγων).

German (Pape)

[Seite 361] ονος, ὁ, 1) Bramsegel, N. T – 2) der dritte Kolben im Flaschenzuge, Leitflasche, Vitruv. 10, 5. – Auch ἀρτεμώνη u. ἀρτεμωνία, s. Lob. Paralip. 317.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτέμων: ονος [ωνος], ὁ, (ἀρτάω) κατὰ τὸν Smith ἐν «Voyage and Shipwreck of St. Paul» (πλοῦς καὶ ναυάγιον τοῦ Ἀποστ. Παύλου) σ. 102, 153 κἑξ., εἶναι ὁ ἄλλως λεγόμενος δόλων, ὅστις ἦτο μικρὸν ἱστίον ἀναπεταννύμενον ἐπὶ ἱστοῦ οὐχὶ ὑψηλοῦ παρὰ τὴν πρῷραν τοῦ πλοίου, Πράξ. Ἀποστ. 27. 40· - ὡσαύτως -ώνιον, τό, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 359. ΙΙ. ἡ τρίτη τροχαλία ἐν τῇ μηχανῇ τῇ καλουμένῃ πολύσπαστον, ἣν οἱ Ἕλληνες κατὰ Βιτρούβιον (10. 5) ὠνόμαζον ἐπάγοντα.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ) :
1 voile d’artimon;
2 sorte de poulie.
Étymologie: ἀρτάω.

Spanish (DGE)

-ονος, ὁ
1 náut. trinquete op. malus ‘mástil’, Antistius Labeo en Dig.50.16.242, ἐπάραντες τὸν ἀρτέμωνα Act.Ap.27.40.
2 cierta polea (el ἐπάγων) del polipasto, Vitr.10.2.9.
3 división, coyuntura en el cómputo del tiempo ἐξ αὐτοῦ δὲ τοῦ νοητοῦ αἰῶνος ἔστι συνιδεῖν τοὺς ἀρτέμονας Lyd.Mens.2.12.

• Etimología: Quizá deriv. de ἀρτάω ‘suspender’, c. un suf. *-mōn de n. de instrumento.

English (Strong)

from a derivative of ἄρτι; properly, something ready (or else more remotely from αἴρω (compare ἄρτος); something hung up), i.e. (specially) the topsail (rather foresail or jib) of a vessel: mainsail.

English (Thayer)

ἀρτεμονος (L T Tr WH ἀρτεμωνος, cf. Winer s Grammar, § 9,1d.; (Buttmann, 24 (22))), ὁ, top-sail (or foresail?) of a ship: Acts 27:40; cf. Meyer at the passage; (especially Smith, Voyage and Shipwr. of St. Paul, p. 192 f; Graser in the Philologus, 3rd suppl. 1865, p. 201ff).

Greek Monolingual

ο (Α ἀρτέμων)
ο φλόκος
αρχ.
1. μικρό ιστίο του μικρού καταρτιού της πλώρης
2. η τρίτη τροχαλία στο «πολύσπαστον» του Αρχιμήδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης προελεύσεως. Υποστηρίχτηκε ότι πρόκειται για παράγωγο του ρ. αρτέομαι «ετοιμάζομαι», αλλά πιο πιθανή φαίνεται η υπόθεση ότι προήλθε από το ρ. αρτώ «κρεμώ», πράγμα που αντιστοιχεί και αρμόζει και στις δύο σημασίες της λ. Ο τ. ανήκει στις λέξεις της τεχνικής ορολογίας με επίθημα -μων / -μονος, που συνιστούν κυρίως ονόματα οργάνων. Ο λατινικός όρος artemo(n), -onis, με την ίδια σημασία, είναι δάνειο από την Ελληνική και απο αυτόν προήλθε και το γαλλ. artimon «κατάρτι στην πρύμνη του πλοίου»].

Greek Monotonic

ἀρτέμων: -ονος, ὁ (ἀρτάω), πιθ. το ιστίο, σε Καινή Διαθήκη