γογγύζω: Difference between revisions
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
(8) |
(3) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[γογγύζω]])<br />[[δυσανασχετώ]], [[παραπονιέμαι]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[βογγώ]] από πόνο<br /><b>2.</b> [[κακολογώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για περιστέρια) [[γουργουρίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη ηχομιμητική, αβέβαιης ετυμολ. Σχετίζεται πιθ. με το [[γαγγαίνειν]] (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>ga</i><i>ń</i><i>g</i><i>ū</i><i>yati</i> «[[φωνάζω]]»)]. | |mltxt=(AM [[γογγύζω]])<br />[[δυσανασχετώ]], [[παραπονιέμαι]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[βογγώ]] από πόνο<br /><b>2.</b> [[κακολογώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για περιστέρια) [[γουργουρίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη ηχομιμητική, αβέβαιης ετυμολ. Σχετίζεται πιθ. με το [[γαγγαίνειν]] (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>ga</i><i>ń</i><i>g</i><i>ū</i><i>yati</i> «[[φωνάζω]]»)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''γογγύζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[γογγύζω]], [[γκρινιάζω]], [[μουρμουρίζω]], [[αγανακτώ]], σε Καινή Διαθήκη (ηχομιμ. [[λέξη]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:00, 30 December 2018
English (LSJ)
Ion. (Phryn.336) and later Gr. for Att. τονθορύζω,
A mutter, murmur, grumble, ἐπί τινι LXX Nu.14.29, cf. 17.5; κατά τινος Ev.Matt.20.11; περί τινος Ev.Jo.6.41, etc.: abs., PPetr.3p.130 (iii B. C.), LXX Nu.11.1, POxy.33 iii 14 (ii A. D.), Arr.Epict.1.29.55. 2 of doves, coo, Poll.5.89. (Cf. Skt. ga[ndot ]gūyati 'utter cries of joy'.)
German (Pape)
[Seite 500] murren, unwillig sein, N. T., Sp.; nach Poll. 5, 89 gurren, von Tauben.
Greek (Liddell-Scott)
γογγύζω: ἀόρ. ἐγόγγῠσα, «μουρμουρίζω», ἀγανακτῶ, Ἀρρ. Ἐπικτ. 1. 29, 55 κ. ἀλλ., Εὐαγγ. κ. Ματθ. κ΄, 11, κ. Ἰω. Ϛ΄, 41, κτλ.· ἴδε Λοβ. Φρύν. 358. 2) ἐπὶ τῆς φωνῆς τῶν περιστερῶν, Πολυδ. Ε΄, 89, (Πρβλ. Σανσκρ. gunǵ, gunǵ âmi (murmuro) Σλαυ. (gagnanije (γογγυσμός).)
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et ao. ἐγόγγυσα;
murmurer, gronder sourdement.
Étymologie: R. Γυγ, murmurer.
Spanish (DGE)
1 gener. c. suj. colect. murmurar contra, reprobar c. rég. prep. καὶ ἐγόγγυζεν ἐκεῖ ὁ λαὸς πρὸς Μωυσῆν LXX Ex.17.3, ἐπ' ἐμοί LXX Nu.14.29, cf. 17.6, κατὰ τοῦ οἰκοδεσπότου Eu.Matt.20.11, πρὸς τοὺς μαθητάς Eu.Luc.5.30, περὶ αὐτοῦ Eu.Io.6.41, c. ac. int. πονηρὰ ἔναντι κυρίου LXX Nu.11.1, τὴν γόγγυσιν ... ἣν ἐγόγγυσαν περὶ ὑμῶν LXX Nu.14.27, cf. Eu.Io.7.32
•abs. murmurar, rezongar τὸ πλήρωμα γογγύζει φάμενοι (sic) ἀδικεῖσθαι PPetr.3.43.3.20 (III a.C.), μετ' ἀλλήλων Eu.Io.6.43, cf. 1Ep.Cor.10.10, Arr.Epict.1.29.55, A.Al.11B.3, tb. c. suj. individual, M.Ant.2.3, Dor.Ab.V.Dosith.7.19, jón. por τονθορύζω Phryn.335
•c. dat. censurar οἰκέτῃ σοφῷ ... οὐ γογγύσει LXX Si.10.25.
2 de las palomas arrullar Poll.5.89.
• Etimología: Origen onomat.
English (Strong)
of uncertain derivation; to grumble: murmur.
English (Thayer)
imperfect ἐγόγγυζον; 1st aorist ἐγογγυσα; to murmur, mutter, grumble, say anything in a low tone (according to Pollux and Phavorinus used of the cooing of doves, like the τονθρύζω and τονθορύζω of the more elegant Greek writings; cf. Lob. ad Phryn., p. 358; (Winer s Grammar, 22; Lightfoot on τί περί τίνος, πρός τινα, μετ' ἀλλήλων, κατά ἰτνος, περί τίνος, Sept.; Antoninus 2,3; Epictetus diss. 1,29, 55; 4,1, 79; (others).) (Compare: διαγογγύζω.)
Greek Monolingual
(AM γογγύζω)
δυσανασχετώ, παραπονιέμαι
μσν.- νεοελλ.
1. βογγώ από πόνο
2. κακολογώ
αρχ.
(για περιστέρια) γουργουρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ηχομιμητική, αβέβαιης ετυμολ. Σχετίζεται πιθ. με το γαγγαίνειν (πρβλ. αρχ. ινδ. gańgūyati «φωνάζω»)].
Greek Monotonic
γογγύζω: μέλ. -σω, γογγύζω, γκρινιάζω, μουρμουρίζω, αγανακτώ, σε Καινή Διαθήκη (ηχομιμ. λέξη).