ἐγκαίνια: Difference between revisions
οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone
(10) |
(4) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τα (AM [[ἐγκαίνια]])<br />[[τελετή]] για την [[καθιέρωση]] και [[έναρξη]] λειτουργίας ιερού<br /><b>νεοελλ.</b><br />ειδική [[τελετή]] για την [[έναρξη]] λειτουργίας ιδρύματος, έργου κ.λπ. («[[εγκαίνια]] σχολείου, καταστήματος»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ονομασία]] του [[Πάσχα]]. | |mltxt=τα (AM [[ἐγκαίνια]])<br />[[τελετή]] για την [[καθιέρωση]] και [[έναρξη]] λειτουργίας ιερού<br /><b>νεοελλ.</b><br />ειδική [[τελετή]] για την [[έναρξη]] λειτουργίας ιδρύματος, έργου κ.λπ. («[[εγκαίνια]] σχολείου, καταστήματος»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ονομασία]] του [[Πάσχα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐγκαίνια:''' τά ([[κοινός]]), [[γιορτή]] ανανέωσης, ανακαίνισης, [[ιδίως]] αυτή που καθιερώθηκε από τον Ιούδα Μακκ. την περίοδο της ανοικοδόμησης του Ναού, σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |
Revision as of 22:24, 30 December 2018
English (LSJ)
τά, (καινός)
A feast of renovation or consecration, Thd.Da. 3.2, LXX 2 Es.6.16; esp. that established by Judas Maccabaeus at the reconsecration of the Temple, Ev.Jo.10.22.
German (Pape)
[Seite 704] τά, bei den Juden das Erneuerungsfest, zum Andenken an den wieder aufgebau'ten Tempel, LXX., N. T.; bei den Christen das Auferstehungsfest, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαίνια: τά, (καινὸς) ἑορτὴ ἀνανεώσεως ἢ καθιερώσεως, Ἑβδ. (Δαν. Γ΄, 2)· ἰδίως ἡ ὁρισθεῖσα ὑπὸ Ἰούδα τοῦ Μακκαβαίου κατὰ τὴν ἀνοικοδόμησιν τοῦ ναοῦ, Εὐαγγ. κ. Ἰω. 10. 22, πρβλ. ἐγκαινισμός. ΙΙ. ὀνομασία τοῦ Πάσχα, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
fête d’inauguration (d’un temple) chez les Juifs.
Étymologie: ἐν, καινός.
Spanish (DGE)
-ων, τά
• Grafía: graf. ἐνκ- frec. en inscr.
• Morfología: [sg. SEG 40.1622 (imper.), Gr.Naz.M.36.612C, Epiph.Const.Hom.M.43.468A]
dedicación, consagración c. gen. obj. τῆς εἰκόνος LXX Da.3.2θ, καὶ ἐν ἐγκαινίοις τείχους ... ποιῆσαι ἐ. LXX 2Es.22.27
•entre los hebreos fiesta de dedicación o consagración en conmemoración de la renovación del Templo instaurada por Judas Macabeo τὰ ἐ. τοῦ οἴκου τοῦ θεοῦ LXX 2Es.6.16, 17, ἐγένετο τότε τὰ ἐ. ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις Eu.Io.10.22, cf. Clem.Al.Strom.1.21.124, ἐ. τιμᾶσθαι, παλαιὸς νόμος Gr.Naz.M.36.608A, ἑπτὰ μὲν (ἡμέραι) τῶν ἐγκαινίων siete días de de fiesta por las consagraciones Thdt.Qu.in 3Re.p.148
•entre los crist. fiesta anual de la dedicación o la renovación de la fiesta de la resurrección de Cristo οὐχ ἡ πρώτη Κυριακὴ τὸ ἐγκαίνιον ἦν; Gr.Naz.l.c., αὕτη ἡ ἑορτὴ τοῦ παντὸς κόσμου, ἐγκαίνιον ὁμοῦ καὶ σωτήριον Epiph.Const.l.c.
•fiesta de la dedicación o consagración de una iglesia σὺ ... Αὔγουστε ... τὰ ἐ. ἐπιτελέσειας Ath.Al.Apol.Const.18.3, τὰ ἐνκένια (sic) ἤτοι ἡ ἀνιέρωσις τοῦ ἁγίου θυσιαστηρίου τοῦ ... ἀποστόλου IIsol.Mil.50 (crist.), τοῦ ἁγίου Μάρκου SEG 8.29.2 (Palestina V/VI d.C.), cf. IGCh.233(4).1 (Mindos, biz.)
•fig. ψυχῆς ... τὰ ἐ. Gr.Naz.M.36.613C.
English (Strong)
neuter plural of a presumed compound from ἐν and καινός; innovatives, i.e. (specially) renewal (of religious services after the Antiochian interruption): dedication.
English (Thayer)
(T WH ἐανκαινια, see ἐν, III:3), ἐγκαινιων, τά (from ἐν and καινός); only in Biblical and ecclesiastical writings (on the plural cf. Winer s Grammar, § 27,3; Buttmann, 23 (21)); dedication, consecration; thus, in 2Esdr. 6:16,17; חֲנֻכָּה; in particular (Vulg. encaeaium, i. e. renovation], an 'annual feast celebrated eight days beginning on the 25th of Chislev (the middle of our December), instituted by Judas Maccabaeus (164 B.C.>) in memory of the cleansing of the temple from the pollutions of Antiochus Epiphanes (αἱ ἡμέραι ἐγκαινισμοῦ τοῦ θυσιασθηριου, Winer s RWB (also Riehm, HWB) under the word Kirchweihfest; Oehler in Herzog iv., p. 389; Grimm on Schenkel iii., 534 f; (BB. DD. (especially Kitto) under the word <TOPIC:Dedication, Feast of> the).
Greek Monolingual
τα (AM ἐγκαίνια)
τελετή για την καθιέρωση και έναρξη λειτουργίας ιερού
νεοελλ.
ειδική τελετή για την έναρξη λειτουργίας ιδρύματος, έργου κ.λπ. («εγκαίνια σχολείου, καταστήματος»)
αρχ.-μσν.
ονομασία του Πάσχα.
Greek Monotonic
ἐγκαίνια: τά (κοινός), γιορτή ανανέωσης, ανακαίνισης, ιδίως αυτή που καθιερώθηκε από τον Ιούδα Μακκ. την περίοδο της ανοικοδόμησης του Ναού, σε Καινή Διαθήκη