θηρεύω: Difference between revisions

From LSJ

πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source
(17)
(4)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[θηρεύω]])<br /><b>1.</b> [[κυνηγώ]], [[ασχολούμαι]] με το [[κυνήγι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[επιδιώκω]], [[καταδιώκω]], [[επιζητώ]], [[γυρεύω]] να... («θηρεύειν κερδέων [[μέτρον]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δελεάζω]], [[προσελκύω]]<br /><b>2.</b> [[συλλαμβάνω]]<br /><b>3.</b> [[πλήττω]] («Τιτυόν [[βέλος]] θήρευσε», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> (για τα χέρια ανθρώπου που πεθαίνει) [[κινώ]] σπασμωδικά («θηρεύειν διὰ κενῆς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>θηρεύομαι</i><br />α) <b>μτφ.</b> συλλαμβάνομαι ως [[λεία]], λαφυραγωγούμαι<br />β) <b>μτφ.</b> συλλαμβάνομαι [[αιχμάλωτος]]<br />γ) περικλείομαι, δένομαι με [[κάτι]] («θηρεύεται πέδαις», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηρ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θήρευμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θηρεία]], [[θήρευσις]], [[θηρευτήρ]], [[θηρευτής]], [[θηρευτός]], [[θηρεύτωρ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[εκθηρεύω]], [[μυοθηρεύω]], [[συνθηρεύω]].
|mltxt=(ΑΜ [[θηρεύω]])<br /><b>1.</b> [[κυνηγώ]], [[ασχολούμαι]] με το [[κυνήγι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[επιδιώκω]], [[καταδιώκω]], [[επιζητώ]], [[γυρεύω]] να... («θηρεύειν κερδέων [[μέτρον]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δελεάζω]], [[προσελκύω]]<br /><b>2.</b> [[συλλαμβάνω]]<br /><b>3.</b> [[πλήττω]] («Τιτυόν [[βέλος]] θήρευσε», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> (για τα χέρια ανθρώπου που πεθαίνει) [[κινώ]] σπασμωδικά («θηρεύειν διὰ κενῆς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>θηρεύομαι</i><br />α) <b>μτφ.</b> συλλαμβάνομαι ως [[λεία]], λαφυραγωγούμαι<br />β) <b>μτφ.</b> συλλαμβάνομαι [[αιχμάλωτος]]<br />γ) περικλείομαι, δένομαι με [[κάτι]] («θηρεύεται πέδαις», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηρ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θήρευμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θηρεία]], [[θήρευσις]], [[θηρευτήρ]], [[θηρευτής]], [[θηρευτός]], [[θηρεύτωρ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[εκθηρεύω]], [[μυοθηρεύω]], [[συνθηρεύω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θηρεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐθηρεύθην</i>·<br /><b class="num">I.</b> όπως το [[θηράω]], [[κυνηγώ]], [[βγαίνω]] σε [[κυνήγι]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με αιτ., [[συλλαμβάνω]], [[καταδιώκω]], [[κυνηγώ]], στον ίδ., Ξεν., κ.λπ.· λέγεται για ανθρώπους, [[καταδιώκω]], σε Ηρόδ.· [[συλλαμβάνω]] με [[ενέδρα]], [[ενεδρεύω]], [[παραμονεύω]], σε Ξεν.· Παθ., κυνηγούμαι, καταδιώκομαι, σε Ηρόδ.· αιχμαλωτίζομαι, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[επιδιώκω]], [[επιζητώ]], στον ίδ., Ευρ., κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 23:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηρεύω Medium diacritics: θηρεύω Low diacritics: θηρεύω Capitals: ΘΗΡΕΥΩ
Transliteration A: thēreúō Transliteration B: thēreuō Transliteration C: thireyo Beta Code: qhreu/w

English (LSJ)

aor. 1

   A ἐθήρευσα Pl. Euthd.290c: pf. τεθήρευκα Id.Tht.200a:—Med., fut. -σομαι Id.Sph. 222a: aor. ἐθηρευσάμην Ar.Fr.51, Pl.Tht.197d:—Pass., pf. τεθήρευμαι Lysipp.Com.7: aor. ἐθηρεύθην Hdt.3.102, A.Ch.493, Pl.Sph. 221a: (cf. θηράω):—hunt, θηρεύοντα while hunting, Od.19.465, cf. Hdt.4.112; θηρεύειν διὰ κενῆς, of the motions of the hands of dying persons, Hp.Prog.4.    2 decoy, Arist.HA614a13.    II c. acc., hunt after, chase, catch, ἀττελέβους Hdt.4.172; θηρία, ὄρνιθας ἀγρίας, μῦν, X.An.1.2.7, Pl.Tht.197c, PCair.Zen.300.7 (iii B.C.); ὶχθῦς Arist. HA603a7; [ἐλέφαντας] OGI54.11 (Adule, iii B.C.); of men, Hdt. 4.183; θ. ἀνθρώπους ἐπὶ θοίνην ἤ θυσίαν Arist.Pol.1324b39, cf. X.An. 1.2.13; Τιτυὸν βέλος θήρευσε it hit, struck him, Pi.P.4.90:—Med., Ar.Fr.51, Pl.Grg.464d, Euthd.290b:—Pass., to be hunted, Hdt.3.102; to be preyed upon, ib.108; to be caught, πέδαις A.Ch.493: metaph., to be captivated, Lysipp.Com.7.    2 metaph., hunt, seek after, κερδέων μέτρον Pi.N.11.47; γάμους A.Pr.858; ἀρετάν E.IA568 (lyr.); θ. νέους πλουσίους ὀρφανούς Aeschin.1.170; ἡδονάς, ἐπιστήμην, Isoc.1.16, Pl.Tht.200a, al.; [εὐδαιμονίαν] Arist.Pol.1328b1; ὀνόματα, ῥήματα, Pl.Grg.489b, And.1.9, cf. Antipho 6.18; τὰς ἀρχὰς τῶν συλλογισμῶν Arist.APr.46a11; θ. τὸν πλησίον, of an orator, Phld.Rh. 2.5 S., al.—Trag. preferred θηράω, exc. where metre demanded θηρεύω.

German (Pape)

[Seite 1209] fut. θηρεύσομαι, nach den Atticisten, wie Plat. Euthyd. 290 c, doch Theaet. 166 c θηρεύσω; = θηράω; Od. 19, 465; Pind. P. 4, 90 u. öfter; Aesch. Ch. 486; in attischer Prosa die gew. Form, die Plat. allein hat; übertr., κερδέων μέτρον Pind. N. 11, 47; ἀρετάν Eur. l. A. 568; γάμους Hel. 321, wie Aesch. Prom. 160; ἡδονάς Isocr. 1, 16; ἐπιστήμην Plat. Theaet. 200 a; ῥήματα, ὀνόματα, Andoc. 1, 8 Plat. Gorg. 489 b; τὴν φιλίαν Xen. Cyr. 8, 2, 2. – Med. in ders. Bdtg, Plat. Gorg. 464 d; Arist. H. A. 9, 40.

Greek (Liddell-Scott)

θηρεύω: μέλλ. -σω. - Μέσ., μέλλ. -σομαι Πλάτ. Σοφ. 222Α: ἀόρ. ἐθηρευσάμην ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 197D, ἐν Εὐθυδ. 290C. - Παθ., ἀόρ. ἐθηρεύθην Ἡρόδ. 3. 102, Αἰσχύλ. Χο. 493, Πλάτ. (πρβλ. θηράω). Κυνηγῶ, θηρεύοντα, ἐνῷ ἐκυνήγει, ἐν τῷ κυνηγίῳ, Ὀδ. Τ. 465, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 112· θηρεύειν διὰ κενῆς ἐν χρήσει παρ’ Ἱππ. Προγν. 38, ἐπὶ τῶν κινήσεων τῶν χειρῶν ἀποθνήσκοντος ἀνθρώπου. ΙΙ. μετ’ αἰτ., κυνηγῶ, ἐπιδιώκω, συλλαμβάνω, ἀττελέβους Ἡρόδ. 4. 172· θηρία, ὄρνιθας ἀγρίας Ξεν. Ἀν. 1. 2, 7, Πλάτ. Θεαιτ. 197C· ἰχθῦς Ἀριστ. Ι. Ζ. 8. 20, 3, κ. ἀλλ.· ἐπὶ ἀνθρώπων, καταδιώκω, συλλαμβάνω, Ἡρόδ. 4. 183· θ. ἀνθρώπους ἐπὶ θοίνην ἢ θυσίαν Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 2, 15· συλλαμβάνω δι’ ἐνέδρας, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 13· Τιτυὸν βέλος θήρευσεν, ἔπληξεν αὐτόν, Πίνδ. Π. 4. 161· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 146, Πλάτ. Πολ. 531Α, κτλ. - Παθ., κυνηγοῦμαι, καταδιώκομαι, Ἡρόδ. 3. 102· λαφυραγωγοῦμαι, αὐτόθι 108· συλλαμβάνομαι, πέδαις Αἰσχύλ. Χο. 493. 2) μεταφ., καταδιώκω, ἐπιζητῶ, κερδέων μέτρου Πίνδ. Ν. 11. 62· γάμους Αἰσχύλ. Πρ. 858· ἀρετὰν Εὐρ. Ι. Α. 569· θ. νέους πλουσίους ὀρφανοὺς Αἰσχίν. 24. 26· ἡδονάς, ἐπιστήμην, φιλίαν, εὔδοξον βίον Ἰσοκρ. 5C, Πλάτ. Θεαιτ. 200Α, κ. ἀλλ.: εὐδαιμονίαν Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 8, 5· ὀνόματα, ῥήματα Πλάτ. Γοργ. 489Β, Ἀνδοκ. 2. 23, πρβλ. Ἀντιφῶντα 143. 30· - τὰς ἀρχὰς τῶν συλλογισμῶν Ἀριστ. Ἀν. Ἡρ. 1. 30, 2, κ. ἀλλ.: - οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πλάτ. Γοργ. 464D, Εὐθυδ. 290C. - Οἱ Τραγ. προετίμων τὸν τύπον θηράω, πλὴν ὅπου τὸ μέτρον ἀπῄτει θηρεύω.

French (Bailly abrégé)

1 aller à la chasse, chasser : θηρία XÉN des bêtes sauvages ; p. ext. capture des hommes;
2 fig. pourchasser, poursuivre, chercher à atteindre ou à obtenir.
Étymologie: DELG θήρ.

English (Autenrieth)

(θήρ): hunt, part., Od. 19.465†.

English (Slater)

θηρεύω
   1 hunt down met. παπταίνει τὰ πόρσω, μεταμώνια θηρεύων ἀκράντοις ἐλπίσιν (P. 3.23) “καὶ μὰν Τιτυὸν βέλος Ἀρτέμιδος θήρευσε κραιπνόν” (P. 4.90) κερδέων δὲ χρὴ μέτρον θηρευέμεν (N. 11.47)

English (Strong)

from θήρα; to hunt (an animal), i.e. (figuratively) to carp at: catch.

English (Thayer)

1st aorist infinitive θηρεῦσαί; (from θήρα, as ἀγρεύω from ἄγρα (cf. Schmidt, chapter 72,3)); from Homer down; to go a hunting, to hunt, to catch in hunting; metaphorically, to lay wait for, strive to ensnare; to catch artfully: τί ἐκ στόματος τίνος, Luke 11:54.

Greek Monolingual

(ΑΜ θηρεύω)
1. κυνηγώ, ασχολούμαι με το κυνήγι
2. μτφ. επιδιώκω, καταδιώκω, επιζητώ, γυρεύω να... («θηρεύειν κερδέων μέτρον», Πίνδ.)
αρχ.
1. δελεάζω, προσελκύω
2. συλλαμβάνω
3. πλήττω («Τιτυόν βέλος θήρευσε», Πίνδ.)
4. (για τα χέρια ανθρώπου που πεθαίνει) κινώ σπασμωδικά («θηρεύειν διὰ κενῆς», Αριστοτ.)
5. παθ. θηρεύομαι
α) μτφ. συλλαμβάνομαι ως λεία, λαφυραγωγούμαι
β) μτφ. συλλαμβάνομαι αιχμάλωτος
γ) περικλείομαι, δένομαι με κάτι («θηρεύεται πέδαις», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ.
ΠΑΡ. θήρευμα
αρχ.
θηρεία, θήρευσις, θηρευτήρ, θηρευτής, θηρευτός, θηρεύτωρ.
ΣΥΝΘ. εκθηρεύω, μυοθηρεύω, συνθηρεύω.

Greek Monotonic

θηρεύω: μέλ. -σω, Παθ., αόρ. αʹ ἐθηρεύθην·
I. όπως το θηράω, κυνηγώ, βγαίνω σε κυνήγι, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
II. 1. με αιτ., συλλαμβάνω, καταδιώκω, κυνηγώ, στον ίδ., Ξεν., κ.λπ.· λέγεται για ανθρώπους, καταδιώκω, σε Ηρόδ.· συλλαμβάνω με ενέδρα, ενεδρεύω, παραμονεύω, σε Ξεν.· Παθ., κυνηγούμαι, καταδιώκομαι, σε Ηρόδ.· αιχμαλωτίζομαι, σε Αισχύλ.
2. μεταφ., επιδιώκω, επιζητώ, στον ίδ., Ευρ., κ.λπ.