Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κακουργέω: Difference between revisions

From LSJ

Κάλλιστα πειρῶ καὶ λέγειν καὶ μανθάνειν → Bonis dicendis et discendis dato operam → Zu sagen Schönstes und zu lernen mühe dich

Menander, Monostichoi, 284
(Bailly1_3)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> agir avec perfidie <i>ou</i> déloyauté, recourir à des artifices;<br /><b>II.</b> agir méchamment, <i>d’où</i><br /><b>1</b> maltraiter, nuire à, faire du tort à, τινι ; <i>particul.</i> dévaster un pays, acc. ; être incommode;<br /><b>2</b> <i>abs.</i> être méchant <i>ou</i> vicieux <i>en parl. d’un cheval</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κακοῦργος]].
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> agir avec perfidie <i>ou</i> déloyauté, recourir à des artifices;<br /><b>II.</b> agir méchamment, <i>d’où</i><br /><b>1</b> maltraiter, nuire à, faire du tort à, τινι ; <i>particul.</i> dévaster un pays, acc. ; être incommode;<br /><b>2</b> <i>abs.</i> être méchant <i>ou</i> vicieux <i>en parl. d’un cheval</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κακοῦργος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκουργέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[κακοῦργος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[πράττω]] [[κακά]], [[ασχολούμαι]] με δόλια πράγματα, αναλώνομαι στην [[ενασχόληση]] αθλίων πράξεων, σε Ευρ. κ.λπ.· λέγεται για [[άλογο]], είμαι [[στρυφνός]], [[αχαλίνωτος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. προσ., [[προξενώ]] [[βλάβη]] ή [[κακό]] σε κάποιον, κακομεταχειρίζομαι, σε Ευρ., Πλάτ.· [[λεηλατώ]] [[χώρα]], σε Θουκ.· [[διαφθείρω]], [[παραποιώ]], [[παραχαράσσω]], <i>τοὺς νόμους</i>, σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 23:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκουργέω Medium diacritics: κακουργέω Low diacritics: κακουργέω Capitals: ΚΑΚΟΥΡΓΕΩ
Transliteration A: kakourgéō Transliteration B: kakourgeō Transliteration C: kakourgeo Beta Code: kakourge/w

English (LSJ)

   A do evil, work wickedness, E.Or.823 (lyr.), etc.; κ. τι Antipho 2.3.2; μηδὲν κ. Pl.Prt.326a; περί τινας Id.R.416d; ἵππος ἢν κακουργῇ be vicious, X.Oec.3.11; ἀδικεῖν καὶ κ. Ar.Nu.1175; κ. καὶ ἐξαμαρτάνειν Pl.Hp.Mi.375d:—Pass., εὗρέν τι -ηθέν found that a fraud had been committed, POxy.1468.19 (iii A.D.).    2 of discussion, κ. ἐν τοῖς λόγοις use captious or unfair arguments, Pl.Grg. 489b, cf. 483a, Arist.Rh.1404b39.    3 of things, ὁ . . ἱδρὼς κακουργεῖ X.Mem.1.4.6.    II c. acc. pers., maltreat, injure, A.Fr.266, E.Supp.537; κ. ἀλλήλους καὶ ἀδικεῖν Pl.Lg.679e.    2 c. acc. rei, ravage a country, τὴν Εὔβοιαν Th.2.32, cf. 3.1; κ. τὴν Χώραν καὶ τὰ κτήματα Pl.Lg.760e, etc.; κ. τὸν λόγον spoil the argument, Id.R. 338d.    3 corrupt, falsify, τοὺς νόμους D.24.65:—Pass., τὰ ἀληθῆ καὶ μὴ κακουργούμενα τῶν πραγμάτων Id.31.8.    4 c. dat., κ. τοῖς προβάτοις, of dogs, Pl.R.416a.

German (Pape)

[Seite 1304] ein κακοῦργος sein, schlecht, boshaft handeln, feindlich behandeln, verletzen, verwüsten, Ggstz von εὐεργετεῖν, Aesch. frg. 244; καὶ ἀδικεῖν Ar. Nub. 1175; τὴν Εὔβοιαν Thuc. 2, 32; τὰ ἐγγὺς τῆς πόλεως 3, 1; τοὺς ἐπιχειροῦντας ὁτιοῦν τὴν χώραν καὶ τὰ κτήματα κακουργεῖν Plat. Legg. VI, 760 e; neben ἐξαμαρτάνω Hipp. min. 375 d; ὅπως οἱ νέοι μηδὲν κακουργῶσι, nichts Schlechtes thun, Prot. 326 a; τινί, Rep. III, 416 a; περὶ τοὺς πολίτας ibid.; τὴν πόλιν Euthyphr. 3 a; ἐν τοῖς λόγοις, mit verfänglichen Kunstgriffen streiten, chikaniren, Gorg. 489 b; ᾑ ἂν μάλιστα κακουργήσαις τὸν λόγον Rep. I, 338 d; neben συκοφαντεῖν 341 b; vgl. Wolf Lept. p. 334; τοὺς νόμους Dem. 24, 65, u. sonst bei Rednern u. Folgdn; τοῖς προβάτοις Plat. Rep. III, 416 a.

Greek (Liddell-Scott)

κακουργέω: εἶμαι κακοῦργος, πράττω κακά, δεινὰ πράγματα, Εὐρ. Ὀρ. 823, κτλ.· κακουργεῖν τι Ἀντιφῶν 118. 11· μηδὲν κακουργεῖν Πλάτ. Πρωτ. 326Α· περί τινα ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 416C· ἵππος ἢν κακουργῇ, ἐὰν εἶναι κακός, ἐάν προξενῇ βλάβην Ξεν. Οἰκ. 3. 11· ἀδικεῖν καὶ κακ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1175· κακουργέειν καὶ ἐξαμαρτάνειν Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττ. 375D· ― ἐπὶ λογικῶν ἐπιχειρημάτων, κακ. ἐν τοῖς λόγοις, ἀγωνίζομαι διὰ σοφιστικῶν τεχνασμάτων, κτλ., Πλάτ. Γοργ. 489Β, πρβλ. 483Α, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 7· οὕτω, κακ. τὸν λόγον, μεταχειρίζομαι οὐχὶ ὀρθῶς τὸ ἐπιχείρημα, Πλάτ. Πολ. 338D· ― ἐπὶ πραγμάτων, βλάπτω, ὁ... ἱδρὼς κακουργεῖ Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 6. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., προξενῶ βλάβην ἢ κακὸν εἴς τινα, «κακομεταχειρίζομαι», βλάπτω, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 257, Εὐρ. Ἱκέτ. 537· κακουργεῖν καὶ ἀδικεῖν Πλάτ. Νόμ. 679Ε. ― Παθ., κακουργεῖται ἡ ἀτυχία Ἀντιφῶν 118. 2· ― λεηλατῶ χώραν, κακ. τὴν Εὔβοιαν Θουκ. 2. 32, πρβλ. 3. 1· κακ. τὴν χώραν καὶ τὰ κτήματα Πλάτ. Νόμ. 760Ε, κτλ.· ― παραποιῶ, διαθφείρω, τοὺς νόμους Δημ. 721. 20· τὰ ἀληθῆ καὶ μὴ κακουργούμενα ὁ αὐτ. 878. 5· πρβλ. κακοτεχνέω 2. 2) ὡσαύτως μ. δοτ., κ. τοῖς προβάτοις, ἐπὶ κυνῶν, Πλάτ. Νόμ. 933E. κτλ.· τὰ ἐν τοῖς ξυμβολαίοις κακουργήματα Πλάτ. Πολ. 426E.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
I. agir avec perfidie ou déloyauté, recourir à des artifices;
II. agir méchamment, d’où
1 maltraiter, nuire à, faire du tort à, τινι ; particul. dévaster un pays, acc. ; être incommode;
2 abs. être méchant ou vicieux en parl. d’un cheval.
Étymologie: κακοῦργος.

Greek Monotonic

κᾰκουργέω: μέλ. -ήσω (κακοῦργος
I. πράττω κακά, ασχολούμαι με δόλια πράγματα, αναλώνομαι στην ενασχόληση αθλίων πράξεων, σε Ευρ. κ.λπ.· λέγεται για άλογο, είμαι στρυφνός, αχαλίνωτος, σε Ξεν.
II. με αιτ. προσ., προξενώ βλάβη ή κακό σε κάποιον, κακομεταχειρίζομαι, σε Ευρ., Πλάτ.· λεηλατώ χώρα, σε Θουκ.· διαφθείρω, παραποιώ, παραχαράσσω, τοὺς νόμους, σε Δημ.