μιστύλλω: Difference between revisions

5
(25)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μιστύλλω]] (Α)<br />[[κόβω]] σε μικρά τεμάχια, [[κατακόβω]], [[κομματιάζω]], [[λειανίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικό ρ., πιθ. μετονοματικό παράγωγο ενός αμάρτυρου επιθ. <i>μιστύλος</i> «κομματιασμένος, τεμαχισμένος» (<b>[[πρβλ]].</b> [[στωμύλος]]: [[στωμύλλω]], [[καμπύλος]]: [[καμπύλλω]])<br />αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η [[οικογένεια]] ανάγεται σε θ. <i>μιστο</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>μιτ</i>-<i>το</i>- ή <i>μιδ</i>-<i>το</i>- ή <i>μιθ</i>-<i>το</i>-) ενός αμάρτυρου ουσιαστικού <i>μιστύς</i>. Το ρ. συνδέεται πιθ. με γοτθ. <i>maitan</i> «[[κομματιάζω]], [[κόβω]]», αρχ. ισλδ. <i>meita</i> «[[κόβω]]», <i>meitill</i> «[[σμίλη]]», αρχ. νορβ. <i>meida</i> «[[τραυματίζω]], [[πληγώνω]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>meid</i>-). Αμφίβολη εξάλλου θεωρείται η [[σύνδεση]] του ρ. με αρχ. ινδ. <i>methati</i> «[[τραυματίζω]]»].
|mltxt=[[μιστύλλω]] (Α)<br />[[κόβω]] σε μικρά τεμάχια, [[κατακόβω]], [[κομματιάζω]], [[λειανίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικό ρ., πιθ. μετονοματικό παράγωγο ενός αμάρτυρου επιθ. <i>μιστύλος</i> «κομματιασμένος, τεμαχισμένος» (<b>[[πρβλ]].</b> [[στωμύλος]]: [[στωμύλλω]], [[καμπύλος]]: [[καμπύλλω]])<br />αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η [[οικογένεια]] ανάγεται σε θ. <i>μιστο</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>μιτ</i>-<i>το</i>- ή <i>μιδ</i>-<i>το</i>- ή <i>μιθ</i>-<i>το</i>-) ενός αμάρτυρου ουσιαστικού <i>μιστύς</i>. Το ρ. συνδέεται πιθ. με γοτθ. <i>maitan</i> «[[κομματιάζω]], [[κόβω]]», αρχ. ισλδ. <i>meita</i> «[[κόβω]]», <i>meitill</i> «[[σμίλη]]», αρχ. νορβ. <i>meida</i> «[[τραυματίζω]], [[πληγώνω]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>meid</i>-). Αμφίβολη εξάλλου θεωρείται η [[σύνδεση]] του ρ. με αρχ. ινδ. <i>methati</i> «[[τραυματίζω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μιστύλλω:''' αόρ. αʹ <i>ἐμίστῡλα</i>, [[κόβω]] σε κομμάτια το [[κρέας]], σε Όμηρ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}