προκοπή: Difference between revisions
(34) |
(6) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ [[προκόπτω]]<br /><b>1.</b> [[πρόοδος]] (α. «μόνο με τη δουλειά θα [[δεις]] [[προκοπή]]» β. «ἡ ἐπὶ τὸ βέλτιον [[προκοπή]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> (στην αρχ. μόνο στον πληθ. <i>αἱ προκοπαί</i>)<br />υλική [[ευημερία]] που [[είναι]] [[αποτέλεσμα]] εργατικότητας («τόσα [[χρόνια]] στην [[ξενιτιά]] και [[προκοπή]] δεν έκανε»<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[φιλοπονία]], [[εργατικότητα]]<br /><b>2.</b> [[ευτυχία]], [[καλοτυχία]]<br /><b>3.</b> (για [[φυτό]]) [[απόδοση]], [[καρποφορία]] («το [[αμπέλι]] [[φέτος]] δεν είχε [[προκοπή]])<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[χαΐρι]] και [[προκοπή]] να μη [[δεις]]»<br />(ως [[κατάρα]]) να μην αποκτήσεις [[ποτέ]] αυτό που θέλεις, να μην προοδεύσεις [[ποτέ]]<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> «η [[προκοπή]] νικά τη [[φτώχεια]]» — λέγεται για να δηλώσει ότι αυτός που αγαπά την [[εργασία]] δεν μένει [[φτωχός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[προς]] τα [[εμπρός]] [[κίνηση]], η [[προχώρηση]]<br /><b>2.</b> [[ηθική]] [[πρόοδος]]<br /><b>3.</b> πνευματική [[πρόοδος]] («προκοπὴ ἐν φιλοσοφίᾳ», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[βελτίωση]] της υγείας<br /><b>5.</b> [[επιτυχία]] σε επιχειρήσεις («[[δόξα]] καὶ προκοπὴ [[παρά]] τισιν ὑπάρξει», Αριστέ.)<br /><b>6.</b> (σε [[στράτευμα]]) [[προαγωγή]]<br /><b>7.</b> η [[πάροδος]], το [[πέρασμα]] του χρόνου («κατὰ προκοπήν» — με το [[πέρασμα]] του χρόνου, Σώρ.)<br /><b>8.</b> αριθμητική [[πρόοδος]], το να αυξάνεται [[κάτι]] βαθμιαία. | |mltxt=η, ΝΜΑ [[προκόπτω]]<br /><b>1.</b> [[πρόοδος]] (α. «μόνο με τη δουλειά θα [[δεις]] [[προκοπή]]» β. «ἡ ἐπὶ τὸ βέλτιον [[προκοπή]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> (στην αρχ. μόνο στον πληθ. <i>αἱ προκοπαί</i>)<br />υλική [[ευημερία]] που [[είναι]] [[αποτέλεσμα]] εργατικότητας («τόσα [[χρόνια]] στην [[ξενιτιά]] και [[προκοπή]] δεν έκανε»<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[φιλοπονία]], [[εργατικότητα]]<br /><b>2.</b> [[ευτυχία]], [[καλοτυχία]]<br /><b>3.</b> (για [[φυτό]]) [[απόδοση]], [[καρποφορία]] («το [[αμπέλι]] [[φέτος]] δεν είχε [[προκοπή]])<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[χαΐρι]] και [[προκοπή]] να μη [[δεις]]»<br />(ως [[κατάρα]]) να μην αποκτήσεις [[ποτέ]] αυτό που θέλεις, να μην προοδεύσεις [[ποτέ]]<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> «η [[προκοπή]] νικά τη [[φτώχεια]]» — λέγεται για να δηλώσει ότι αυτός που αγαπά την [[εργασία]] δεν μένει [[φτωχός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[προς]] τα [[εμπρός]] [[κίνηση]], η [[προχώρηση]]<br /><b>2.</b> [[ηθική]] [[πρόοδος]]<br /><b>3.</b> πνευματική [[πρόοδος]] («προκοπὴ ἐν φιλοσοφίᾳ», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[βελτίωση]] της υγείας<br /><b>5.</b> [[επιτυχία]] σε επιχειρήσεις («[[δόξα]] καὶ προκοπὴ [[παρά]] τισιν ὑπάρξει», Αριστέ.)<br /><b>6.</b> (σε [[στράτευμα]]) [[προαγωγή]]<br /><b>7.</b> η [[πάροδος]], το [[πέρασμα]] του χρόνου («κατὰ προκοπήν» — με το [[πέρασμα]] του χρόνου, Σώρ.)<br /><b>8.</b> αριθμητική [[πρόοδος]], το να αυξάνεται [[κάτι]] βαθμιαία. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προκοπή:''' ἡ, [[πρόοδος]] στην [[πορεία]], γενικά, [[πρόοδος]], [[επίδοση]], σε Πολύβ.· στον πληθ., σε Πλούτ., Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A progress on a journey, Plu.2.76d. 2 generally, progress, advance, τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν that opinionforming was the stoppage of progress, Bion ap.D.L.4.50; π. σχεῖν, ποιεῖσθαι, λαμβάνειν, Plb.2.37.10, 2.13.1, 8.15.6; ἡ ἐπὶ τὸ βέλτιον π. Id.1.12.7; opp. ἡ ἐπὶ τὸ χεῖρον π. J.AJ4.4.1; freq. of moral progress, Stoic.3.31, al.; παλίντροπος π. progress in a contrary direction, Plb. 5.16.9; ἐν παιδείᾳ π. LXX Si.51.17; proficiency, ἐν τοῖς λόγοις Phld. Piet.107; ἐν φιλοσοφίᾳ D.S.16.6, cf. Cic.Att.15.16; π. τοῦ εὐαγγελίου Ep.Phil.1.12; τὸ ἐπιστρέφειν προϊέναι ἐστί, π. γάρ τις, ἀλλ' οὐχὶ ἀπὸ τοῦ αἰτίου Dam.Pr.77; improvement in health, Herod.Med. ap. Orib.10.8.17: pl., προκοπὰς λαμβάνειν Plb.10.47.12, cf. Phld.Rh.2.54 S., Ph.1.83, al., J.BJ2.2.5, Plu.2.75b, Luc.Alex.22; ἐν προκοπαῖς Epigr.Gr.321.6, Arch.Pap.1.220 (Egypt), cf. IG14.1976 (Rome); ἐν μείζοσι προκοπαῖς PRyl.233.16 (ii A.D.). b success, prosperity, δόζα καὶ π. παρά τισιν ὑπάρξει Aristeas 242, cf. OGI627.2 (Bostra), Heph.Astr.1.1. 3 military promotion, J.BJ6.2.6. 4 process, κατὰ προκοπήν by process of time or growth, Sor.1.43. 5 Math., progression of numbers, μέχρις ἂν εἰς τετράδα ἡ π. ἔλθῃ Theol.Ar. 21.
German (Pape)
[Seite 731] ἡ, der Fortgang auf dem Wege, gew. übertr., Fortgang, Gedeihen; auch Fortschreiten in wissenschaftlicher Ausbildung, Cic. ad Att. 15, 16; ἐπὶ τὸ χεῖρον od. τὸ βέλτιον, im Guten u. Bösen, Philo; vgl. Plut. adv. Stoic. 9; auch absolut, im plur., Luc. Alex. 22; προκοπαῖς λάμψας, Ep. ad. 724 (App. 313); τοιαύτην προκοπὴν καὶ συντέλειαν ἔσχε τοῦτο τὸ μέρος, Pol. 2, 37, 10, u. öfter, im guten Sinne, π ροκοπὴν ποιεῖσθαι u. λαμβάνειν, aber auch im bösen, ἡ πρᾶξις παλίντροπον λαβοῦσα τὴν προκοπὴν ταῖς ἐξ ἀρχῆς αὐτῶν ἐλπίσιν, 5, 16, 9. Vgl. noch Luc. soloecist. 6.
Greek (Liddell-Scott)
προκοπή: ἡ, πρόοδος ἐν πορείᾳ, Πλούτ. 2. 76D· πρβλ. προκόπτω Ι. 2) καθόλου, πρόοδος, ἐπίδοσις, τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν, ὅτι ἡ οἴησις ἦτο ἐμπόδιον τῆς προόδου, Βίων παρὰ Διογ. Λ. 4. 50· πρ. ἔχειν, ποιεῖσθαι, λαμβάνειν, Πολύβ. 2. 37, 10, κ. ἀλλ.· ἡ ἐπὶ τὸ βέλτιον πρ. ὁ αὐτ. 1. 12, 7· ἀντίθετον τῷ ἡ ἐπὶ τὸ χεῖρον πρ., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 4, 1· πρ. παλίντροπος, πρόοδος κατ’ ἐναντίαν φοράν, Πολύβ. 5. 16, 9· πρ. ἐν φιλοσοφίᾳ Διόδ. 16. 6, πρβλ. Κικ. πρ. Ἀττ. 15. 16· ― οὕτως ἐν τῷ πληθ., Πλούτ. 2. 75Β, Λουκ. Ἀλέξ. 22· ἐν προκοπαῖς, ἐν εὐτυχίαις, Ἑλλ. Ἐπιγρ. 421, πρβλ. 642. 4.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 marche en avant;
2 fig. progrès, avancement (en crédit, en puissance).
Étymologie: προκόπτω.
English (Strong)
from προκόπτω; progress, i.e. advancement (subjectively or objectively): furtherance, profit.
English (Thayer)
προκοπης, ἡ (προκόπτω, which see), progress, advancement: Polybius, Diodorus, Josephus, Philo, others; rejected by the Atticists, cf. Phrynich. edition Lob., p. 85; (2 Maccabees 8:8).)
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ προκόπτω
1. πρόοδος (α. «μόνο με τη δουλειά θα δεις προκοπή» β. «ἡ ἐπὶ τὸ βέλτιον προκοπή», Πολ.)
2. (στην αρχ. μόνο στον πληθ. αἱ προκοπαί)
υλική ευημερία που είναι αποτέλεσμα εργατικότητας («τόσα χρόνια στην ξενιτιά και προκοπή δεν έκανε»
νεοελλ.
1. φιλοπονία, εργατικότητα
2. ευτυχία, καλοτυχία
3. (για φυτό) απόδοση, καρποφορία («το αμπέλι φέτος δεν είχε προκοπή)
4. φρ. «χαΐρι και προκοπή να μη δεις»
(ως κατάρα) να μην αποκτήσεις ποτέ αυτό που θέλεις, να μην προοδεύσεις ποτέ
5. παροιμ. «η προκοπή νικά τη φτώχεια» — λέγεται για να δηλώσει ότι αυτός που αγαπά την εργασία δεν μένει φτωχός
αρχ.
1. η προς τα εμπρός κίνηση, η προχώρηση
2. ηθική πρόοδος
3. πνευματική πρόοδος («προκοπὴ ἐν φιλοσοφίᾳ», Διόδ.)
4. βελτίωση της υγείας
5. επιτυχία σε επιχειρήσεις («δόξα καὶ προκοπὴ παρά τισιν ὑπάρξει», Αριστέ.)
6. (σε στράτευμα) προαγωγή
7. η πάροδος, το πέρασμα του χρόνου («κατὰ προκοπήν» — με το πέρασμα του χρόνου, Σώρ.)
8. αριθμητική πρόοδος, το να αυξάνεται κάτι βαθμιαία.
Greek Monotonic
προκοπή: ἡ, πρόοδος στην πορεία, γενικά, πρόοδος, επίδοση, σε Πολύβ.· στον πληθ., σε Πλούτ., Λουκ.