παρεπίδημος: Difference between revisions

From LSJ

ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;

Source
(31)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[παρεπίδημος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που διαμένει πρόσκαιρα σε [[ξένο]] [[τόπο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπίδημος]] «αυτός που διαμένει σε κάποιο [[τόπο]]»].
|mltxt=-η, -ο / [[παρεπίδημος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που διαμένει πρόσκαιρα σε [[ξένο]] [[τόπο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπίδημος]] «αυτός που διαμένει σε κάποιο [[τόπο]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''παρεπίδημος:''' пребывающий на чужбине, заехавший на чужбину, пришелец Polyb., NT.
}}
}}

Revision as of 06:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεπίδημος Medium diacritics: παρεπίδημος Low diacritics: παρεπίδημος Capitals: ΠΑΡΕΠΙΔΗΜΟΣ
Transliteration A: parepídēmos Transliteration B: parepidēmos Transliteration C: parepidimos Beta Code: parepi/dhmos

English (LSJ)

ον,

   A sojourning in a strange place, esp. as Subst., LXX Ge. 23.4, PPetr.3 P.14 (iii B. C.), Callix.2, Plb. 32.6.4, etc.

German (Pape)

[Seite 517] auf kurze Zeit, mit Andern an einem fremden Orte anwesend; Pol. 32, 22, 4; LXX. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρεπίδημος: -ον, ὁ παρεπιδημῶν ἐν ξένῳ τόπῳ, διατρίβων προσωρινῶς, Πολύβ. 32. 22, 4, Ἀθήν. 196Α, Ἑβδ. (Γεν. ΚΓ΄, 4).

English (Strong)

from παρά and the base of ἐπιδημέω; an alien alongside, i.e. a resident foreigner: pilgrim, stranger.

English (Thayer)

παρεπιδημον (see ἐπιδημέω), properly, "one who comes from a foreign country into a city or land to reside there by the side of the natives; hence, stranger; sojourning in a strange place, a foreigner" (Polybius 32,22, 4; Athen. 5, p. 196a.); in the N. T. metaphorically, in reference to heaven as the native country, one who sojourns on earth: so of Christians, πάροικοι, πατριδας οἰκοῦσιν ἰδίας, ἀλλ' ὡς πάροικοι. μετεχουσι πάντων ὡς πολῖται, καί πανθ' ὑπομένουσιν ὡς ξένοι. πᾶσα ξένῃ πατρίς ἐστιν αὐτῶν καί πᾶσα πατρίς ξένῃ, Ep. ad Diogn. c. 5 [ET]); of the patriarchs, ξένοι καί παρεπίδημοί ἐπί τῆς γῆς, παρεπιδημια τίς ἐστιν ὁ βίος, Aeschines dial. Socrates 3,3, where see Fischer).

Greek Monolingual

-η, -ο / παρεπίδημος, -ον, ΝΑ
αυτός που διαμένει πρόσκαιρα σε ξένο τόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐπίδημος «αυτός που διαμένει σε κάποιο τόπο»].

Russian (Dvoretsky)

παρεπίδημος: пребывающий на чужбине, заехавший на чужбину, пришелец Polyb., NT.