μολγός: Difference between revisions

From LSJ

τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man

Source
(25)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μολγός]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> (στη [[γλώσσα]] τών Ταραντίνων) [[σάκος]] ή [[ασκός]] από [[δέρμα]] βοδιού<br /><b>2.</b> [[μοχθηρός]]<br /><b>3.</b> [[ακόλαστος]], [[ασελγής]]<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[κλέπτης]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «μολγὸν [[γενέσθαι]] δεῑ σε» — [[πρέπει]] να σού γδάρουν, να σού αργάσουν το [[τομάρι]], <b>Αριστοφ.</b><br />β. «μολγὸν αἵνειν» — να δέρνει [[κανείς]] ασκό, <b>Αριστοφ.</b><br /><b>6.</b> (ως θηλ.) ἡ [[μολγός]]<br />η [[ακόλουθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. της αρχ. καθημερινής γλώσσας, αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με αρχ. άνω γερμ. <i>malaha</i>, μέσ. άνω γερμ. <i>malhe</i> «[[δερμάτινη]] [[τσάντα]]», αρχ. νορβ. <i>malr</i> «[[σάκος]]», [[οπότε]] ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>molko</i>- «[[δερμάτινος]] [[σάκος]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], προέρχεται από την Κάτω Ιταλία ([[Τάραντας]]) και συνδέεται με γοτθ. <i>balgs</i> «[[σάκος]]», ιρλδ. <i>bolg</i>, [[οπότε]] ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>blegh</i>- «[[δέρμα]], [[μαξιλάρι]]»].
|mltxt=[[μολγός]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> (στη [[γλώσσα]] τών Ταραντίνων) [[σάκος]] ή [[ασκός]] από [[δέρμα]] βοδιού<br /><b>2.</b> [[μοχθηρός]]<br /><b>3.</b> [[ακόλαστος]], [[ασελγής]]<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[κλέπτης]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «μολγὸν [[γενέσθαι]] δεῑ σε» — [[πρέπει]] να σού γδάρουν, να σού αργάσουν το [[τομάρι]], <b>Αριστοφ.</b><br />β. «μολγὸν αἵνειν» — να δέρνει [[κανείς]] ασκό, <b>Αριστοφ.</b><br /><b>6.</b> (ως θηλ.) ἡ [[μολγός]]<br />η [[ακόλουθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. της αρχ. καθημερινής γλώσσας, αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με αρχ. άνω γερμ. <i>malaha</i>, μέσ. άνω γερμ. <i>malhe</i> «[[δερμάτινη]] [[τσάντα]]», αρχ. νορβ. <i>malr</i> «[[σάκος]]», [[οπότε]] ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>molko</i>- «[[δερμάτινος]] [[σάκος]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], προέρχεται από την Κάτω Ιταλία ([[Τάραντας]]) και συνδέεται με γοτθ. <i>balgs</i> «[[σάκος]]», ιρλδ. <i>bolg</i>, [[οπότε]] ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>blegh</i>- «[[δέρμα]], [[μαξιλάρι]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''μολγός:''' ὁ кожаный мешок или шкура Arph.
}}
}}

Revision as of 06:37, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μολγός Medium diacritics: μολγός Low diacritics: μολγός Capitals: ΜΟΛΓΟΣ
Transliteration A: molgós Transliteration B: molgos Transliteration C: molgos Beta Code: molgo/s

English (LSJ)

ὁ, Tarentine word for βόειος ἀσκός, Poll.10.187: μ. γενέσθαι δεῖ σε,

   A = ἀσκὸν δεδάρθαι (v. ἀσκός 5 fin.), Ar.Eq.963; μολγὸν αἵνειν (ἀνεῖν), = ἀσκὸν δείρειν, dub. cj. in Ar.Frr.101,694.    II = μόλγης, Suid.    III = ἀκόλουθος (fem.), Blaes.4.    IV μολγῶ· νέφος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 199] ὁ, ein Sack von Rindsleder, tarentinisch nach Poll. 10, 187. – Bei Ar. Equ. 957, ἀλλ' ἐὰν τούτῳ πίθῃ, μολγὸν γενέσθαι δεῖ σε, war das Wort schon den alten Erkl. unklar, die es theils πένης, παρὰ τὸ ἀμέλγεσθαι καὶ ζημιοῦσθαι erkl., gleichsam gemelkt, oder = ἀμολγός, ἀμολγοὺς δὲ τοὺς ἀμέλγοντας τὰ κοινά, oder κλέπτην τῶν δημοσίων, der öffentliche Gelder angreift, wie Voß übersetzt »Melker«; doch liegt gewiß, wie das entsprechende ψωλὸν γενέσθαι μέχρι τοῦ μυῤῥίνου, eine Zweideutigkeit darin. Andere Deutungen γλαυκός, βραδύς sind unverständlich. Der Schol. citirt auch aus Ar. αἵνειν μολγόν = ἀσκὸν δέρειν, vgl. Poll. a. a. O.

Greek (Liddell-Scott)

μολγός: -οῦ, ὁ βόειος ἀσκός, ὅθεν, αἵνειν μολγόν, ἴδε ἐν λέξ. αἵνω· ὡσαύτως, γενέσθαι, γίνομαι ἁπλῶς δέρμα, καταντῶ μόνον δέρμα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 963, ἴδε Λοβεκ. Ἀγλαόφ. 966, Bgk. ἐν τοῖς Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 2, σ. 988, 1066, κἑξ. ΙΙ. κλέπτης, Σουΐδ., Ἡσύχ. (Πιθαν. ἐκ τῆς √ ΜΕΛΓ, ἀμέλγω, ὃ ἴδε).

Greek Monolingual

μολγός, ὁ (Α)
1. (στη γλώσσα τών Ταραντίνων) σάκος ή ασκός από δέρμα βοδιού
2. μοχθηρός
3. ακόλαστος, ασελγής
4. (κατά τον Ησύχ.) κλέπτης
5. φρ. α) «μολγὸν γενέσθαι δεῑ σε» — πρέπει να σού γδάρουν, να σού αργάσουν το τομάρι, Αριστοφ.
β. «μολγὸν αἵνειν» — να δέρνει κανείς ασκό, Αριστοφ.
6. (ως θηλ.) ἡ μολγός
η ακόλουθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. της αρχ. καθημερινής γλώσσας, αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με αρχ. άνω γερμ. malaha, μέσ. άνω γερμ. malhe «δερμάτινη τσάντα», αρχ. νορβ. malr «σάκος», οπότε ανάγεται στην ΙΕ ρίζα molko- «δερμάτινος σάκος». Κατ' άλλη άποψη, προέρχεται από την Κάτω Ιταλία (Τάραντας) και συνδέεται με γοτθ. balgs «σάκος», ιρλδ. bolg, οπότε ανάγεται στην ΙΕ ρίζα blegh- «δέρμα, μαξιλάρι»].

Russian (Dvoretsky)

μολγός: ὁ кожаный мешок или шкура Arph.