κιρκόω: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(5) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κιρκόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[δένω]] σε κύκλο, [[περιδένω]], [[ασφαλίζω]] με κρίκους, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''κιρκόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[δένω]] σε κύκλο, [[περιδένω]], [[ασφαλίζω]] με κρίκους, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κιρκόω [2. κίρκος] ketenen. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:08, 31 December 2018
English (LSJ)
A hoop round, secure with rings, A.Pr.74.
German (Pape)
[Seite 1442] mit einem Kreise, einem Ringe festbinden, σκέλη δὲ κίρκωσον βίᾳ Aesch. Prom. 74, dem voranstehenden πόρπασον entsprechend. S. κρικόω.
Greek (Liddell-Scott)
κιρκόω: λατ. circino, κύκλῳ δένω, περιδένω, ἀσφαλίζω διὰ κρίκων, σκέλη δὲ κίρκωσον βίᾳ = πόρπασον, Αἰσχύλ. Πρ. 74· πρβλ. κρικόω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
enserrer dans un anneau.
Étymologie: κίρκος.
Greek Monotonic
κιρκόω: μέλ. -ώσω, δένω σε κύκλο, περιδένω, ασφαλίζω με κρίκους, σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κιρκόω [2. κίρκος] ketenen.