σκάμμα: Difference between revisions

From LSJ

φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft

Source
(4)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{elru
{{elru
|elrutext='''σκάμμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> ров, канава: διαφθείρειν [[ὕδωρ]] ἀλλότριον σκάμμασιν Plat. испортить чужую воду, отведя ее подкопом;<br /><b class="num">2)</b> (в гимнасиях и палестрах) гимнастический ров: ἐπὶ τοῦ σκάμματος εἶναι погов. Polyb. быть у рва, т. е. быть готовым к решительной схватке.
|elrutext='''σκάμμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> ров, канава: διαφθείρειν [[ὕδωρ]] ἀλλότριον σκάμμασιν Plat. испортить чужую воду, отведя ее подкопом;<br /><b class="num">2)</b> (в гимнасиях и палестрах) гимнастический ров: ἐπὶ τοῦ σκάμματος εἶναι погов. Polyb. быть у рва, т. е. быть готовым к решительной схватке.
}}
{{elnl
|elnltext=σκάμμα -ατος, τό [σκάπτω] kuil.
}}
}}

Revision as of 11:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκάμμα Medium diacritics: σκάμμα Low diacritics: σκάμμα Capitals: ΣΚΑΜΜΑ
Transliteration A: skámma Transliteration B: skamma Transliteration C: skamma Beta Code: ska/mma

English (LSJ)

ατος, τό, (σκάπτω)

   A that which has been dug, trench, pit, Pl. Lg.845e.    2 action of digging, οὕτω τὸ σ. ποιοῦσι Apollod.Poliorc. 145.5.    II place dug up and sanded, on which wrestlers practised, CIG2758 111 col.3 D (Aphrodisias), cf. IG14.1102.16 (Rome), 1107.10 (ibid.), Gal.Thras.46: prov., ἐπὶ τοῦ σ. ὤν at a crisis, time of trial, Plb.38.18.5; εἰς τοσοῦτο σ. προεκαλεῖτο πάντα ὁντιναοῦν to such trials, Arr.Epict.4.8.26.    2 place dug up, on which athletes landed in the long jump, AB 224.    3 furrow marking the length of a jump, Sch.Pi.N.5.34a; cf. σκάπτω 11.3.

German (Pape)

[Seite 888] τό, 1) das Gegrabene, der Graben, die Grube, Plat. Legg. VIII, 845 e. – 2) bes. in den Gymnasien u. Palästren ein tief ausgegrabener od. mit Gräben umzogener, mit Sand überfahrener Platz, auf dem die Athleten sich übten; dah. die Uebung, der Kampf selbst, die Gefahr, ἐπὶ τοῦ σκάμματος εἶναι, Pol. 40, 5, 5.

Greek (Liddell-Scott)

σκάμμα: τό, (σκάπτω) τὸ ἐσκαμμένον, τάφρος, βάραθρον, βόρθος, Πλάτ. Νόμ. 845Ε. ΙΙ. ἐν τοῖς γυμνασίοις, τόπος ἐσκαμμένος καὶ ἐπεστρωμένος ἄμμῳ, ἐφ’ οὗ ἐγυμνάζοντο εἰς τὸ ἅλμα, Συλλ. Ἐπιγρ. 2758 ΙΙΙ, στήλ. 3D. 8, κτλ.· παροιμ., ἐπὶ σκάμματος εἶναι, διαγωνίζομαι, Πολύβ. 40. 5, 5· εἴσῳ τοῦ σκ. ἑστηκέναι Ἰω. Χρυσ.· ἐπὶ μείζονα σκ. καλεῖν, εἰς μείζονας κινδύνους ἢ δοκιμασίας, ὁ αὐτ. Περὶ τοῦ τὰ ἐσκαμμένα, ἴδε ἐν λέξ. σκάπτω ΙΙ. 3.

Greek Monolingual

-ατος, το, ΝΑ
1. το αποτέλεσμα του σκάπτω, τόπος σκαμμένος, κοίλωμα, λάκκος
2. χώρος σκαμμένος και επιστρωμένος με άμμο κατάλληλος για την τέλεση διαφόρων αγωνισμάτων, όπως της πάλης, του άλματος κ.ά.
νεοελλ.
1. το τμήμα του γυμναστηρίου όπου τελείται το αγώνισμα της πάλης
2. αφρώδες νερό με σαπούνι που απομένει στη σκάφη μετά το πλύσιμο λεπτών συνήθως ενδυμάτων
μσν.
1. το τμήμα του ιπποδρόμου που βρίσκεται απέναντι από τη σφενδόνη, το πέταλο
αρχ.
1. η ενέργεια του σκάπτω, το σκάψιμο
2. αυλάκι με ενδείξεις, κατάλληλο για τη μέτρηση του μήκους του άλματος
3. παροιμ. φρ. α) «ἐπὶ τοῡ σκάμματος ὤν» — καθώς βρίσκεται σε κρίσιμη στιγμή
β) «ἐπὶ μείζονα σκάμματα» — σε μεγάλους κινδύνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάπ-τω (για το θ. σκαπ- βλ. λ. σκάβω) + κατάλ. -μα, με αφομοίωση του -π- (πρβλ. γράμ-μα)].

Russian (Dvoretsky)

σκάμμα: ατος τό1) ров, канава: διαφθείρειν ὕδωρ ἀλλότριον σκάμμασιν Plat. испортить чужую воду, отведя ее подкопом;
2) (в гимнасиях и палестрах) гимнастический ров: ἐπὶ τοῦ σκάμματος εἶναι погов. Polyb. быть у рва, т. е. быть готовым к решительной схватке.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκάμμα -ατος, τό [σκάπτω] kuil.