Ῥόδος: Difference between revisions

From LSJ

Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 207
(6)
(4)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Ῥόδος:''' -ου, ἡ, το [[νησί]] [[Ρόδος]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
|lsmtext='''Ῥόδος:''' -ου, ἡ, το [[νησί]] [[Ρόδος]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''Ῥόδος:''' ἡ Родос<br /><b class="num">1)</b> остров у юго-зап. побережья М. Азии Hom., Aesch., Her., Thuc.;<br /><b class="num">2)</b> главный город этого острова Anth.;<br /><b class="num">3)</b> нимфа Pind.
}}
}}

Revision as of 11:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ῥόδος Medium diacritics: Ῥόδος Low diacritics: όδος Capitals: ΟΔΟΣ
Transliteration A: Rhódos Transliteration B: Rhodos Transliteration C: Rodos Beta Code: *(ro/dos

English (LSJ)

ἡ, the island (also the city) of Rhodes, Il.2.654, etc.

Greek (Liddell-Scott)

Ῥόδος: -ου, ἡ νῆσος Ρόδος, Ἰλ., κτλ.· πρβλ. ‘Ροδιακός’ Ῥόδιος.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
Rhodes, île du Dodécanèse.
Étymologie: ῥόδον.

English (Autenrieth)

Rhodes, the celebrated island southwest of Asia Minor, Il. 2.654 ff., 667.—Ῥόδιος, of Rhodes, pl. Ῥόδιοι, the Rhodians, Il. 2.654.

English (Slater)

Ῥόδος the island
   1 οὔπω φανερὰν ἐν πελάγει Ῥόδον ἔμμεν (O. 7.57) ἂν δὲ Ῥόδον κατῴκισθεν (sc. οἱ τοῦ Θήρωνος πρόγονοι) fr. 119. pro pers., τὰν ποντίαν ὑμνέων παῖδ' Ἀφροδίτας Ἀελίοιό τε νύμφαν, Ῥόδον (O. 7.14) Ῥόδῳ ποτὲ μιχθεὶς τέκεν ἑπτὰ παῖδας (O. 7.71)

English (Strong)

probably from rhodon (a rose); Rhodus, an island of the Mediterranean: Rhodes.

English (Thayer)

ῤόδου, ἡ, Rhodes (cf. Pape, Eigennamen, under the word)), a well-known island of the Cyclades opposite Caria and Lycia, with a capital of the same name: Homer down); 1 Maccabees 15:23.)

Greek Monolingual

η, Ν
φρ. α) «Ρόδου, Θάλασσα» — θαλάσσια περιοχή που βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του Αιγαίου Πελάγους, ανατολικά του Καρπάθιου Πελάγους
β) «Ρόδου Θανατικόν» — μεσαιωνικό ποίημα του Εμμανουήλ Γεωρλά, γραμμένο στα τέλη του 15ου αιώνα, στο οποίο περιγράφεται ο μεγάλος λοιμός που έπληξε τη Ρόδο το 1498 και αποδεκάτισε τον πληθυσμό της
γ) «Ρόδου, κυκλωνική θαλάσσια κυκλοφορία»
ωκεαν. αριστερόστροφη επιφανειακή κυκλωνική κυκλοφορία θαλάσσιων μαζών, που παρατηρείται στη θαλάσσια περιοχή νοτιοανατολικά της Ρόδου
δ) «Ρόδου, φρέαρ» — χοανοειδούς μορφής υποθαλάσσια τάφρος που βρίσκεται σε απόσταση 32 ναυτικών μιλίων από τη βραχονησίδα Παξιμάδα, νοτιοανατολικά της Ρόδου και έχει βάθος 4.452 μέτρα, ένα από τα μεγαλύτερα της Μεσογείου.

Greek Monotonic

Ῥόδος: -ου, ἡ, το νησί Ρόδος, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

Ῥόδος: ἡ Родос
1) остров у юго-зап. побережья М. Азии Hom., Aesch., Her., Thuc.;
2) главный город этого острова Anth.;
3) нимфа Pind.