κολαφίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men

Source
(5)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κολᾰφίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ραπίζω]], [[χτυπώ]] στο [[πρόσωπο]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''κολᾰφίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ραπίζω]], [[χτυπώ]] στο [[πρόσωπο]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elnl
|elnltext=κολαφίζω [κόλαφος] mishandelen. NT.
}}
}}

Revision as of 14:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολᾰφίζω Medium diacritics: κολαφίζω Low diacritics: κολαφίζω Capitals: ΚΟΛΑΦΙΖΩ
Transliteration A: kolaphízō Transliteration B: kolaphizō Transliteration C: kolafizo Beta Code: kolafi/zw

English (LSJ)

   A slap, buffet, τινα Ev.Matt.26.67, Sammelb.6263.23:— Pass., 1 Ep.Cor.4.11.

German (Pape)

[Seite 1472] Einen ohrfeigen, Einem eine Ohrfeige geben, τινά, N. T. u. öfter; bei Sp. übh. = mißhandeln, beschimpfen.

Greek (Liddell-Scott)

κολᾰφίζω: (κόλαφος) ῥαπίζω, κτυπῶ κατὰ πρόσωπον, τινὰ Εὐαγγ. κ. Ματθ. κς΄, 67, κτλ.· πρβλ. ῥαπίζω 2.

French (Bailly abrégé)

souffleter.
Étymologie: κόλαφος.

English (Strong)

from a derivative of the base of κολάζω; to rap with the fist: buffet.

English (Thayer)

1st aorist ἐκολαφισα; present passive κολαφίζομαι; (κόλαφος a fist, and this from κολάπτω to peck, strike); to strike with the fist, give one a blow with the fist (Terence, colaphum infringo, Quintfl. col. duco) (A. V. to buffet): τινα, to maltreat, treat with violence and contumely, Lob. ad Phryn., p. 175f.

Greek Monolingual

(AM κολαφίζω) κόλαφος
1. χτυπώ δυνατά με την παλάμη ή με τη γροθιά κάποιον στο πρόσωπο, χαστουκίζω ή δίνω γροθιά («ἐνέπτυσαν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοὺ καὶ ἐκολάφισαν αὐτόν, οἱ δὲ ἐρράπισαν» — τον έφτυσαν στο πρόσωπο και τον χαστούκισαν κι άλλοι τον χτύπησαν με ραβδιά, ΚΔ)
2. εξευτελίζω, ταπεινώνω.

Greek Monotonic

κολᾰφίζω: μέλ. -σω, ραπίζω, χτυπώ στο πρόσωπο, σε Καινή Διαθήκη

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κολαφίζω [κόλαφος] mishandelen. NT.