ἄλλυδις: Difference between revisions
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄλλῠδις:''' επίρρ. ([[ἄλλος]]), Επικ. αντί [[ἄλλοσε]], <i>ἀλλοῦ</i>, [[ἄλλυδις]] [[ἄλλος]], ο [[ένας]] εδώ, ο [[άλλος]] [[εκεί]], σε Όμηρ.· [[ἄλλυδις]] [[ἄλλῃ]], αλλάζει [[πότε]] έτσι, [[πότε]] [[αλλιώς]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἄλλῠδις:''' επίρρ. ([[ἄλλος]]), Επικ. αντί [[ἄλλοσε]], <i>ἀλλοῦ</i>, [[ἄλλυδις]] [[ἄλλος]], ο [[ένας]] εδώ, ο [[άλλος]] [[εκεί]], σε Όμηρ.· [[ἄλλυδις]] [[ἄλλῃ]], αλλάζει [[πότε]] έτσι, [[πότε]] [[αλλιώς]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄλλῠδῐς:''' adv. Hom., Theocr. = [[ἄλλῃ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:52, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv., (ἄλλος) Ep. for ἄλλοσε,
A elsewhither, in Hom. only with ἄλλος, ἄ. ἄλλος one hither, another thither, Il.11.486, Od.5.71, cf.A.R.2.980, etc.; τρέπεται χρὼς ἄ. ἄλλῃ his colour changes now one way, now another, Il.13.279; imitated from Hom. by Eup.159.11; later by itself, AP15.24.1 (Simm.).
German (Pape)
[Seite 107] = ἄλλῃ, anderswohin, bei Hom. nur mit hinzugefügtem ἄλλος, nur als fünfter oder als zweiter Fuß; Versanfang Iliad. 11. 745 ἔτρεσαν ἄλλυδις ἄλλος, der Eine hierhin, der Andere dorthin, 21, 503 πεπτεῶτ' ἄλλυδις ἄλλα, Od. 6, 138 τρέσσαν δ' ἄλλυδις ἄλλη, 14, 25 ᾤχοντ' ἄλλυδις ἄλλος; – Versende Iliad. 11, 486 διέτρεσαν ἄλλυδις ἄλλος, 17, 729 διά τ' ἔτρεσαν ἄλλ υδις ἄλλος, 12, 461 διέτμαγεν ἄλλυδις ἄλλη, Od. 5, 71 τετραμμέναι ἄλλυδις ἄλλη, 11, 385 ἀπεσκέδασ' ἄλλυδις ἄλλην, 14, 35 σεῦεν κύνας ἄλλυδις ἄλλον; auch mit ἄλλῃ, Iliad. 13, 279 τρέπεται χρὼς ἄλλυδις ἄλλῃ, Od. 5, 369 διεσκέδασ' ἄλλυδις ἄλλῃ, 9, 458 ἄλλυδις ἄλλῃ (ῥαίοιτο); – oft bei sp. D.; Theocr. 22, 20; Ap. Rh. 2, 980.
French (Bailly abrégé)
adv.
ailleurs avec ou sans mouv. : ἄλλυδις ἄλλη OD l’une d’un côté, l’autre de l’autre ; ἄλλυδις ἄλλῃ IL tantôt ici, tantôt là ; tantôt d’une façon, tantôt d’une autre.
Étymologie: ἄλλος.
English (Autenrieth)
to another place, always with ἄλλος, or with ἄλλῃ, ‘now in one way, now in another,’ ‘now this way, now that.’
Spanish (DGE)
(ἄλλῠδῐς)
adv.
I 1combinado c. ἄλλος cada uno a un sitio, cada uno por su lado διέτρεσαν ἄ. ἄλλος Il.11.486, cf. 745, τρέσσαν δ' ἄ ἄλλη Od.6.138, ἐρχόμεσθ' ἄλλυδις ἄλλος ἡμῶν cada uno de nosotros va (a) un (convite) diferente Eup.159.11, ἐπίστροφοί εἰσι κέλευθοι, αἰεί δ' ἄ. ἄλλη A.R.2.980, νεφέλαι δὲ διέδραμον ἄ. ἄλλαι Theoc.22.20, cf. Nonn.D.26.223, Orac.Sib.2.297, 301.
2 c. adv. ἄλλῃ de aquí para allá, aquí y allí τρέπεται χρὼς ἄ. ἄλλῃ Il.13.279, οἱ ἐγκέφαλος ... ἄλλυδις ἄλλῃ ... ῥαίοιτο Od.9.458.
II abs. por todas partes ἐκπροκαλεσσαμένη ἄγεν ἄ. A.R.4.353, ἄλλυδις ἑδράσαντα Simm.Alae 1.
Greek Monolingual
ἄλλυδις επίρρ. (Α) ἄλλος
(επικός τύπος αντί ἄλλοσε)
1. σε άλλο μέρος, προς άλλο τόπο
2. στον Όμηρο μόνο με το ἄλλος, ἄλλη κ.λπ. στις φρ. «ἄλλυδις, ἄλλος», ο ένας εδώ κι ο άλλος εκεί
«ἄλλυδις ἄλλῃ», μια έτσι και μια αλλιώς.
Greek Monotonic
ἄλλῠδις: επίρρ. (ἄλλος), Επικ. αντί ἄλλοσε, ἀλλοῦ, ἄλλυδις ἄλλος, ο ένας εδώ, ο άλλος εκεί, σε Όμηρ.· ἄλλυδις ἄλλῃ, αλλάζει πότε έτσι, πότε αλλιώς, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἄλλῠδῐς: adv. Hom., Theocr. = ἄλλῃ.