ἰός: Difference between revisions
(5) |
(2b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἰός:''' [ῑ], ὁ, πληθ. <i>ἰοί</i>, επίσης <i>ἰά</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[βέλος]], σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[σκουριά]], [[ιδίως]] του σιδήρου ή του χαλκού, σε Θέογν., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[δηλητήριο]], λέγεται για τα φίδια, σε Τραγ. | |lsmtext='''ἰός:''' [ῑ], ὁ, πληθ. <i>ἰοί</i>, επίσης <i>ἰά</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[βέλος]], σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[σκουριά]], [[ιδίως]] του σιδήρου ή του χαλκού, σε Θέογν., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[δηλητήριο]], λέγεται για τα φίδια, σε Τραγ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰός:''' <b class="num">I</b> (ῑ) ὁ (эп. pl. тж. ἰά) дротик, преимущ. стрела ([[χαλκήρης]], [[πτερόεις]] Hom.; ἀπὸ θώμιγγος ἰοὶ προσπίτνοντες Aesch.; πτηνοῖς ἰοῖς θηροβολεῖν Soph.; εἴργειν τινὰ ἰοῖς Eur.).<br /><b class="num">II</b> (ῑ) ὁ<br /><b class="num">1)</b> яд (ἐχιδνης Soph.; δρακόντων Eur.; ἐνίων θηρίων Plut.; [[θανατηφόρος]] NT);<br /><b class="num">2)</b> сок: ἰ. μελισσῶν Pind. пчелиный сок, т. е. мед.<br /><b class="num">III</b> (ῑ) ὁ ржавчина (χαλκοῦ καὶ σιδήρου Plat.; ἰοῦ [[χρῶμα]] Arst.; χρυσοῦ καὶ ἀργύρου NT). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:08, 31 December 2018
English (LSJ)
(A) [ῑ], ὁ, pl. ἰοί, heterocl.
A ἰά Il.20.68 (Cypr., acc. to AB1095):— arrow, ἰὸν ἕηκε Il.1.48; βλήμενος ἢ ἰῷ ἢ ἔγχεϊ 8.514, cf. A.Pers.461; ἧκεν κομήτην ἰόν S.Tr.567. (Cf. Skt. í[snull ] 'arrow'.)
ἰός (B) [ῑ], ὁ,
A poison, as of serpents, A.Eu.478, S.Tr.771, E.Ion 1015, Plu.2.562c, etc.; venom of a mad dog, Ruf.Fr.118; ἰὸς ἀμεμφὴς μελισσῶν, of honey with which snakes fed Iamos, Pi.O.6.47: metaph., of envy, A.Ag.834. (Cf. Skt. vi[snull ]ám 'poison', Lat. vīrus.)
ἰός (C) [ῑ], ὁ,
A rust on iron, or verdigris on copper and bronze, Sapph.141 (dub.), Thgn.451, Pl.R.609a, Ti.59c, Theoc.16.17; ἰ. σιδήρου Dsc.5.80; ἰ. χαλκοῦ Hp.Mul.1.75, Dsc.5.79, Gal.12.218; patina on bronze statues, ὅπως καθαρὸς ἰοῦ ἔσται ὁ ἀνδριάς SIG284.15 (Chios, iv B.C.), cf. Plu.2.395b. (Perh. identical with ἰός B.)
ἰός [ῐ], ἴᾰ, ἰόν,
A one, commonest in fem. (v. εἷς): neut. ἰῷ κίον ἤματι Il.6.422: masc. dat. ἰῷ, = ἐκείνῳ, Leg.Gort.8.8; but, = ἑνί, ib.7.23; acc., τόν γ' ἰὸν ἐνιαυτόν the same year, IG5(1).1390.126 (Andania, i B.C.); ἰός, = μόνος, acc. to Trypho ap.A.D.Pron.56.4.
Greek (Liddell-Scott)
ἰός: ῑ, ὁ, πληθ. ἰοί, ἀλλ’ ὡσαύτως ἑτερογεν. ἰά, Ἰλ. Υ. 68: ― βέλος, ἰὸν ἔηκε Ἰλ. Α. 48˙ βλήμενος ἢ ἰῷ ἢ ἔγχεϊ Θ. 514˙ οὕτω παρὰ Τραγ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 461˙ ἧκεν κομήτην ἰόν, ἔρριψε πτερωτὸν βέλος, Σοφ. Τρ. 567. ΙΙ. σκωρία, ἰδίως ἡ τοῦ σιδήρου ἢ τοῦ χαλκοῦ, Λατ. ferrugo, aerugo, Θέογν. 451, Πλάτ. Πολ. 609Α, Τίμ. 59C, Θεόκρ. 16. 17. 2) δηλητήριον, οἷον τὸ τῶν ὄφεων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 834, Εὐμ. 478, Σοφ. Τρ. 771, Εὐρ. Ἴων 1015, Πλούτ. 2. 562C, κλ.˙ ὁ Πίνδ. περὶ μέλιτος λέγει, ἰὸς ἀμεμφὴς μελισσῶν, ἀλλ’ ἀναφορικῶς πρὸς τοὺς δράκοντας τοὺς θρέψαντας τὸν Ἴαμον, Ο. 6. 79. (Αἱ δύο λέξεις παράγονται ἐκ διαφόρων ῥιζῶν˙ ἡ πρώτη αὐτῶν εἶναι = τῷ Σανσκρ. ishus (βέλος), ἡ δὲ δευτέρα = τῷ Σανσκρ. vishas, visham, Λατ. vi-rus, δηλητήριον.)
French (Bailly abrégé)
1ἰοῦ (ὁ) :
plur. irrég. ἰά;
trait, javelot.
Étymologie: cf. skr. ishus, flèche.
2ἰοῦ (ὁ) :
1 venin;
2 rouille du fer, ou du cuivre, càd vert-de-gris.
Étymologie: p. *Ϝιός, cf. lat. virus.
English (Slater)
ῑός
1 venom met. δύο δὲ γλαυκῶπες αὐτὸν δαιμόνων βουλαῖσιν ἐθρέψαντο δράκοντες ἀμεμφεῖ ἰῷ μελισσᾶν καδόμενοι i. e. honey (O. 6.47)
Spanish
English (Strong)
perhaps from eimi (to go) or hiemi (to send); rust (as if emitted by metals); also venom (as emitted by serpents): poison, rust.
English (Thayer)
ἰοῦ, ὁ (on its very uncertain derivation see Kreussler in Passow, under the word; Curtius, § 591; (Vanicek, p. 969));
1. poison (of animals): ἰός ἀσπίδων ὑπό τά χείλη αὐτῶν, the poison of asps is under their lips, spoken of men given to reviling and calumniating and thereby injuring others, γλῶσσα) μεστή ἰοῦ θανατηφόρου, Pindar down).
2. rust: Jeremiah 12,24); Theognis, Theocritus, Plato, Theophrastus, Polybius, Lucian, others).
Greek Monotonic
ἰός: [ῑ], ὁ, πληθ. ἰοί, επίσης ἰά·
I. βέλος, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.
II. 1. σκουριά, ιδίως του σιδήρου ή του χαλκού, σε Θέογν., Πλάτ.
2. δηλητήριο, λέγεται για τα φίδια, σε Τραγ.
Russian (Dvoretsky)
ἰός: I (ῑ) ὁ (эп. pl. тж. ἰά) дротик, преимущ. стрела (χαλκήρης, πτερόεις Hom.; ἀπὸ θώμιγγος ἰοὶ προσπίτνοντες Aesch.; πτηνοῖς ἰοῖς θηροβολεῖν Soph.; εἴργειν τινὰ ἰοῖς Eur.).
II (ῑ) ὁ
1) яд (ἐχιδνης Soph.; δρακόντων Eur.; ἐνίων θηρίων Plut.; θανατηφόρος NT);
2) сок: ἰ. μελισσῶν Pind. пчелиный сок, т. е. мед.
III (ῑ) ὁ ржавчина (χαλκοῦ καὶ σιδήρου Plat.; ἰοῦ χρῶμα Arst.; χρυσοῦ καὶ ἀργύρου NT).