καθηγέομαι: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καθηγέομαι:''' Ιων. κατ-ηγ-· μέλ. <i>-ήσομαι</i>· αποθ.,<br /><b class="num">1.</b> [[προηγούμαι]], [[χρησιμεύω]] ως [[οδηγός]], [[καθοδηγώ]], απόλ., σε Ηρόδ., Θουκ.· <i>οἱ κατηγεόμενοι</i>, οι οδηγοί, σε Ηρόδ.· με δοτ., [[καθοδηγώ]] κάποιον, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[προηγούμαι]] και [[διδάσκω]] [[κάτι]], [[εξηγώ]], [[ερμηνεύω]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> με γεν., <i>καθ. τοῦ λόγου</i>, [[ξεκινώ]] την [[ομιλία]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">4.</b> είμαι ο [[πρώτος]] που κάνει [[κάτι]], [[εγκαθιδρύω]], [[ιδρύω]], [[θεσπίζω]], σε Ηρόδ.· οὐ κατηγήσομαι τὸν νόμον τόνδε [[τιθείς]], δεν θα [[εισάγω]] εγώ [[πρώτος]] αυτό το νόμο, στον ίδ.
|lsmtext='''καθηγέομαι:''' Ιων. κατ-ηγ-· μέλ. <i>-ήσομαι</i>· αποθ.,<br /><b class="num">1.</b> [[προηγούμαι]], [[χρησιμεύω]] ως [[οδηγός]], [[καθοδηγώ]], απόλ., σε Ηρόδ., Θουκ.· <i>οἱ κατηγεόμενοι</i>, οι οδηγοί, σε Ηρόδ.· με δοτ., [[καθοδηγώ]] κάποιον, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[προηγούμαι]] και [[διδάσκω]] [[κάτι]], [[εξηγώ]], [[ερμηνεύω]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> με γεν., <i>καθ. τοῦ λόγου</i>, [[ξεκινώ]] την [[ομιλία]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">4.</b> είμαι ο [[πρώτος]] που κάνει [[κάτι]], [[εγκαθιδρύω]], [[ιδρύω]], [[θεσπίζω]], σε Ηρόδ.· οὐ κατηγήσομαι τὸν νόμον τόνδε [[τιθείς]], δεν θα [[εισάγω]] εγώ [[πρώτος]] αυτό το νόμο, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰθηγέομαι:''' ион. [[κατηγέομαι]]<br /><b class="num">1)</b> идти впереди, быть проводником, указывать дорогу, вести (за собой) (σὺ καθηγοῦ, ἕφομαι δ᾽ [[ἐγώ]] Plat.): τὸν αὐτὸν κόσμον κ. Her. вести войско в том же порядке; οἱ κατηγεόμενοι Her. проводники; ἐς τὴν σφετέρην (sc. χώραν) κ. Her. (по)вести в свою страну; ἄλλας ὁδοὺς κ. τινι Her. повести кого-л. другими дорогами; κ. τὸν ποταμόν Plat. переправлять через реку;<br /><b class="num">2)</b> руководить, показывать, указывать (τοῦ πολιτεύματος Plut.): Τιμὼ Μιλτιάδῃ κατηγήσατο Her. (жрица) Тимо дала указания Мильтиаду, т. е. научила его что делать; Ὓβλωνος καθηγησαμένου Thuc. под руководством Гиблона; ὁ καθηγησάμενος Plut. руководитель, учитель;<br /><b class="num">3)</b> показывать пример; класть начало: [[καλῶς]] κ. τοῦ λόγου Plat. прекрасно начать свою речь;<br /><b class="num">4)</b> (впервые) вводить, учреждать (νόμον τόνδε ἐν [[ὑμῖν]] Her.): κ. [[χρηστήριον]] Her. основывать прорицалище.
}}
}}

Revision as of 22:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθηγέομαι Medium diacritics: καθηγέομαι Low diacritics: καθηγέομαι Capitals: ΚΑΘΗΓΕΟΜΑΙ
Transliteration A: kathēgéomai Transliteration B: kathēgeomai Transliteration C: kathigeomai Beta Code: kaqhge/omai

English (LSJ)

Ion. κατηγ-,

   A act as guide, lead the way, abs., Hdt. 9.40,66, 6.135, Th.6.4; οἱ κατηγεόμενοι the guides, Hdt.7.130; σὺ καθηγοῦ, ἕψομαι δ' ἐγώ Pl.Ep.312b; κατ. τινὶ ἐς Χώρους Hdt.4.125, cf. 6.102; ἐπὶ Φωκέας Id.7.215; also κατ. τινὶ ὁδόν Id.9.104.    2 c. acc. rei, show, explain, indicate, τὸ ἕρμα κατ. τινί Id.7.183, cf. X. An.7.8.10; ὁ τὸν ποταμὸν κ. he who was explaining it, i.e. showing where it was fordable, Pl.Tht.200e.    3 c. gen., κ. τοῦ λόγου to begin the discourse, Id.Smp.199c; ὧν καθηγήσαιτ' ἂν τοῦτο of which this would be the beginning, Id.La.182c.    b lead, command, exercise authority over, κ. τῆς στρατείας, τοῦ πολιτεύματος, Plu.Cam.15, Thes.35.    4 to be the first to do, establish, institute, Hdt.2.49,56: c. part., οὐ κατηγήσομαι νόμον τόνδε τιθείς I will not begin establishing this law, Id.7.8.ά.    5 instruct, teach, abs., Phld.Lib.p.21 O., al.; κ. γραμματιστοῦ τρόπον Diog.Oen.11; ὁ καθηγησάμενος the teacher, Plu.2.120a: c. gen. pers., to be teacher of... Str.14.5.14, D.H.Is.1, Amm.5.    6 in Logic, to be antecedent, Stoic.2.72.

German (Pape)

[Seite 1284] ion. κατηγέομαι, wie das simplex, vorangehen, den Weg weisen; κατηγέοντο τοῖς Πέρσαις εἰς τὴν σφετέρην Her. 4, 125; 6, 102; ἄλλας κατηγεόμενοί σφι ὁδούς 9, 104; τὴν ἀτραπὸν οἱ Μηλιέες Θεσσαλοῖσι κατηγήσαντο 7, 215; οὐκ αὐτὸς κατηγήσομαι νόμον τόνδε ἐν ὑμῖν τιθείς, ich werde nicht zuerst dies Gesetz geben, 7, 8, 1; Ὕβλωνος καθηγησαμένου, unter Anführung, Thuc. 6, 4; σὺ καθηγοῦ, ἕψομαι δὲ ἐγώ Plat. Ep. II, 312 b; τὸν ποταμόν, zuerst über den Fluß gehen, od. den Weg über den Fluß zeigen, Theaet. 200 e. Dah. Anleitung geben wozu, zeigen, lehren, χρηστήριον Her. 2, 56, τινί, Einen belehren, 6, 135; καλῶς μοι ἔδοξας καθηγήσασθαι τοῦ λόγου, die Rede schön eingeleitet zu haben, Plat. Conv. 199 c, vgl. Lach. 182 c; der Lehrer sein, Καίσαρος Strab. XIV, 674, wie S. Emp. adv. eth. 247. – Anführen, τῆς στρατείας Plut. Camill. 15, πολιτεύματος Thes. 35.

Greek (Liddell-Scott)

καθηγέομαι: Ἰων. κατηγ-: μέλλ. -ήσομαι:- ἀποθ. Προηγοῦμαι τῆς ὁδοῦ, χρησιμεύω ὡς ὁδηγός, ὁδηγῶ, ἀπολ., Ἡρόδ. 9. 40, 66. Θουκ. 6. 4· οἱ κατηγεόμενοι, οἱ ὁδηγοί, Ἡρόδ. 7. 130· σὺ καθηγοῦ, ἕψομαι δ’ ἐγὼ Πλάτ. Ἐπιστ. 312Β: - ἀκολούθως, κατ. τινὶ εἰς τόπον, κατηγέοντο οἱ Σκύθαι (τοῖσι Πέρσῃσι) ἐς τοὺς χώρους Ἡρόδ. 4. 125, 6. 102· ἐπὶ τόπον 7. 215· ὡσαύτως, κατ. τινι ὁδὸν 9. 104. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., δεκνύω, τὸ ἕρμα σφι κατηγήσατο Πάμμων, ἔδειξεν εἰς αὐτούς, ὁ αὐτ. 7. 183· ταῦτα δὲ καθηγησομένους ἔπεμψε τόν τε αὐτῆς ἀνεψιὸν καὶ Δαφναγόραν, ὡς ὁδηγοὺς ἵνα ὑποδείξωσι ταῦτα, Ξεν. Ἀν. 7. 8, 9· ὁ τὸν ποταμὸν καθηγούμενος, ὁ ὁδηγῶν εἰς τὸ διαβατὸν μέρος τοῦ ποταμοῦ, Πλάτ. Θεαίτ. 200Ε. 3) μετὰ γεν., καθηγοῦμαι τοῦ λόγου, ἀρχίζω τὴν ὁμιλίαν, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 199C· ὧν καθηγήσαιτ’ ἂν τοῦτο, τῶν ὁποίων τοῦτο δύναται νὰ εἶναιἀρχή, ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 182C· καθηγήσατο τῆς εἰς Ἰταλίαν στρατείας, ὑπῆρξεν ἡγεμών, ὁδηγός, Πλουτ. Κάμιλλ. 15· εἶμαι ἀρχηγός, βουλόμενος... ἄρχειν... τοῦ πολιτεύματος ὁ αὐτ. ἐν Θησ. 35. 4) εἰσάγω τι πρῶτος ἐγώ, ἱδρύω, ἡ αὐτὴ γυνὴ... χρηστήριον κατηγήσατο Ἡρόδ. 2. 56· καὶ μετὰ μεταχ., οὐ κατηγήσομαι τὸν νόμον τόνδε τιθεὶς ὁ αὐτ. 7. 8, 1· μετὰ γεν. προσ., εἶμαι διδάσκαλός τινος, διδάσκω τινά, Στράβ. 674, Διον. Ἁλ. π. Ἰσαίου 1, εἰς Ἀμμ. 5· καί, ὁ καθηγησάμενος, ὁ διδάσκαλος, Πλούτ. 2. 120Α.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
I. montrer le chemin, servir de guide : τινι à qqn ; τινι ὁδόν HDT montrer le chemin à qqn;
II. fig. 1 prendre l’initiative ou la direction de, gén. ; instituer, établir, acc. ; avec un part. être le promoteur de, proposer de;
2 expliquer : τί τινι enseigner ou expliquer qch à qqn ; abs. être le précepteur : τινος de qqn;
3 commencer, entamer : λόγου PLAT une discussion.
Étymologie: κατά, ἡγέομαι.

Spanish

guiar

Greek Monotonic

καθηγέομαι: Ιων. κατ-ηγ-· μέλ. -ήσομαι· αποθ.,
1. προηγούμαι, χρησιμεύω ως οδηγός, καθοδηγώ, απόλ., σε Ηρόδ., Θουκ.· οἱ κατηγεόμενοι, οι οδηγοί, σε Ηρόδ.· με δοτ., καθοδηγώ κάποιον, στον ίδ.
2. με αιτ. πράγμ., προηγούμαι και διδάσκω κάτι, εξηγώ, ερμηνεύω, στον ίδ.
3. με γεν., καθ. τοῦ λόγου, ξεκινώ την ομιλία, σε Πλάτ.
4. είμαι ο πρώτος που κάνει κάτι, εγκαθιδρύω, ιδρύω, θεσπίζω, σε Ηρόδ.· οὐ κατηγήσομαι τὸν νόμον τόνδε τιθείς, δεν θα εισάγω εγώ πρώτος αυτό το νόμο, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθηγέομαι: ион. κατηγέομαι
1) идти впереди, быть проводником, указывать дорогу, вести (за собой) (σὺ καθηγοῦ, ἕφομαι δ᾽ ἐγώ Plat.): τὸν αὐτὸν κόσμον κ. Her. вести войско в том же порядке; οἱ κατηγεόμενοι Her. проводники; ἐς τὴν σφετέρην (sc. χώραν) κ. Her. (по)вести в свою страну; ἄλλας ὁδοὺς κ. τινι Her. повести кого-л. другими дорогами; κ. τὸν ποταμόν Plat. переправлять через реку;
2) руководить, показывать, указывать (τοῦ πολιτεύματος Plut.): Τιμὼ Μιλτιάδῃ κατηγήσατο Her. (жрица) Тимо дала указания Мильтиаду, т. е. научила его что делать; Ὓβλωνος καθηγησαμένου Thuc. под руководством Гиблона; ὁ καθηγησάμενος Plut. руководитель, учитель;
3) показывать пример; класть начало: καλῶς κ. τοῦ λόγου Plat. прекрасно начать свою речь;
4) (впервые) вводить, учреждать (νόμον τόνδε ἐν ὑμῖν Her.): κ. χρηστήριον Her. основывать прорицалище.