κατερείπω: Difference between revisions
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
(5) |
(2b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατερείπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[καταρρίπτω]] ή [[απορρίπτω]], σε Χρησμ. [[παρά]] Ηροδ. — Παθ., συντρίβομαι, συνθλίβομαι, λέγεται για την [[Τροία]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., στον αόρ. βʹ <i>κατήρῐπον</i>, [[καταπέφτω]], κατακρημνίζομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.· ομοίως στον παρατ., [[τεῖχος]] κατερήριπεν, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''κατερείπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[καταρρίπτω]] ή [[απορρίπτω]], σε Χρησμ. [[παρά]] Ηροδ. — Παθ., συντρίβομαι, συνθλίβομαι, λέγεται για την [[Τροία]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., στον αόρ. βʹ <i>κατήρῐπον</i>, [[καταπέφτω]], κατακρημνίζομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.· ομοίως στον παρατ., [[τεῖχος]] κατερήριπεν, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατερείπω:''' Diod. [[κατερειπόω]] (aor. 1 κατήρειψα, aor. 2 [[κατήριπον|κατήρῐπον]], pf. [[κατερήριπα|κατερήρῐπα]]; pf. pass. κατερήρειμμαι)<br /><b class="num">1)</b> разрушать, сокрушать ([[κατά]] μιν ἐρείπει [[πῦρ]] τε καὶ ὀξὺς [[Ἄρης]] Her.; σεισμος κατερείπων Plut.; καπνῷ κατερείπεσθαι Eur.);<br /><b class="num">2)</b> губить (τινά Plut.);<br /><b class="num">3)</b> (с aor. 2) рушиться, погибать ([[τεῖχος]] κατερήριπεν Hom.): κατήριπε ἐς [[ὕδωρ]] Theocr. он утонул. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:48, 31 December 2018
English (LSJ)
A throw or cast down, Ἴλιον κατερεῖψαι Pi.Pae. 8.33; κατὰ γάρ μιν ἐρείπει πῦρ Orac. ap. Hdt.7.140; σεισμοὶ κατήρειψαν πολὺ τῆς κατοικίας Str.6.1.6, cf. Max.Tyr.1.3: metaph., κ. τινά ruin, corrupt him, Plu.Sol.6:—Pass., fall in ruins, of Troy, E.Hec.477 (lyr.); [τὸ τεῖχος] κατερήρειπτο Hdn.8.2.4 codd.; κατερηρειμμένα IG 5(1).538.22 (Sparta); κατηριμμένα ib.12(5).1097.11 (Ceos, ii A.D.), 12(3).324.17(Thera, ii A.D.). II intr. in aor. 2, fall down, fall prostrate, [ὑπὸ ποταμοῦ] ἔργα κατήριπε κάλ' αἰζηῶν Il.5.92; κ. ἐς μέλαν ὕδωρ Theoc.13.49: pf., τεῖχος μὲν γὰρ δὴ κατερήριπεν Il.14.55.
German (Pape)
[Seite 1397] (s. ἐρείπω), niederwerfen, niederreißen; ἃ (πόλις) καπνῷ κατερείπεται τυφομένα Eur. Hec. 477; in tmesi, κατὰ γάρ μιν ἐρείπει πῦρ Orak. bei Her. 7, 140; σεισμοὶ κατήρειψαν πολὺ τῆς κατοικίας Strab. VI, 259; τὸ τεῖχος κατερήρειπτο Hdn. 8, 2, 11; übh. zu Grunde richten, einen Menschen, Plut. Sol. 6. – Der aor. II. κατήριπον hat intrans. Bdtg, niederfallen, hin-, zusammenstürzen, Il. 5, 92, Theocr. 13, 49, wie das IL. perf., τεῖχος κατερήριπεν Il. 14, 55.
Greek (Liddell-Scott)
κατερείπω: μέλλ. -ψω, καταρρίπτω, κατὰ γάρ νιν ἐρείπει πῦρ καὶ Ἄρης Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 140˙ σεισμοὶ κατήρειψαν πολὺ τῆς κατοικίας Στραβ. 259˙ κ. τινί, διαφθείρω, Πλουτ. Σόλων 6.- Παθ., καταπίπτω εἰς ἐρείπια, ἐπὶ τῆς Τροίας, Τροία κατερείπεται καπνῷ τυφομένα Εὐρ. Ἑκάβω. 477˙ τὸ τεῖχος κατερήριπτο Ἡρῳδιαν. 8. 2˙ κατερηρειμμένα Συλλ. Ἐπιγρ. 1330. 22˙ κατηρειμμένα αὐτόθι (προσθῆκαι) 2349d, 2454˙ κατηρείφθη τεῖχος Ἀρρ. Ἀνάβ. 2. 22, 7. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἀορ. β΄, καταπίπτω, κρημνίζομαι, ὑπ’ ὄμβρου ἔργα κατήριπε κάλ’ αἰζηῶν Ἰλ. Ε. 92, πρβλ. Θεόκρ. 13. 49˙ οὕτως ἐν τῷ πρκμ. τεῖχος μὲν γὰρ δὴ κατερήριπεν Ἰλ. Ξ. 25.
French (Bailly abrégé)
ao. κατήρειψα, pf. Pass. κατερήρειμμαι;
1 tr. renverser de fond en comble, détruire ; fig. corrompre;
2 intr. (à l’ao.2 κατήριπον et au pf. κατερήριπα) tomber, s’abattre.
Étymologie: κατά, ἐρείπω.
English (Autenrieth)
aor. κατήριπεν, perf. κατερήριπεν: aor. and perf., intr., fall down, be prostrated, fig., ‘fall away,’ ‘come to nought,’ Il. 5.92. (Il.)
English (Slater)
κατερείπω
1 cast down ἔδοξ[ε γὰρ] τεκεῖν πυρφόρον ἐρι[ ] Ἑκατόγχειρα, σκληρᾷ [ ] Ἴλιον πᾶσάν νιν ἐπὶ π[έδον] κατερεῖψαι (v. τίκτω) Πα. 8A. 23.
Greek Monolingual
κατερείπω (AM)
μετατρέπω κάτι σε ερείπιο, γκρεμίζω, κατερειπώνω (α. «σεισμοὶ κατήρειψαν πολὺ τὰς κατοικίας», Στράβ.
β. «Τροία κατερείπεται καπνῷ τρυφομένα δορίκτητος Ἀργεΐων», Ευ ρ.)
αρχ.
1. μτφ. διαφθείρω («γάμου καὶ παιδοποιΐας..., ἃ καὶ σὲ κατερείπει τὸν ἐρρωμενέστατον», Πλούτ.)
2. (αμτβ. στον αόρ. β' και στον παρακμ.) κατήριπον, κατερήριπα
έπεσα, γκρεμίστηκα («κατήριπεν εἰς μέλαν ὕδωρ», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐρείπω «ερειπώνω»].
Greek Monotonic
κατερείπω: μέλ. -ψω,
I. καταρρίπτω ή απορρίπτω, σε Χρησμ. παρά Ηροδ. — Παθ., συντρίβομαι, συνθλίβομαι, λέγεται για την Τροία, σε Ευρ.
II. αμτβ., στον αόρ. βʹ κατήρῐπον, καταπέφτω, κατακρημνίζομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.· ομοίως στον παρατ., τεῖχος κατερήριπεν, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
κατερείπω: Diod. κατερειπόω (aor. 1 κατήρειψα, aor. 2 κατήρῐπον, pf. κατερήρῐπα; pf. pass. κατερήρειμμαι)
1) разрушать, сокрушать (κατά μιν ἐρείπει πῦρ τε καὶ ὀξὺς Ἄρης Her.; σεισμος κατερείπων Plut.; καπνῷ κατερείπεσθαι Eur.);
2) губить (τινά Plut.);
3) (с aor. 2) рушиться, погибать (τεῖχος κατερήριπεν Hom.): κατήριπε ἐς ὕδωρ Theocr. он утонул.