καταπετάννυμι: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(nl)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατα-πετάννυμι uitspreiden:. κατὰ λῖτα πετάσσας na een hoes uitgespreid te hebben Il. 8.441. bedekken, omhullen, met acc. (iets) en dat. (met iets).: κατεπέτασ ’ αὐτοῦ τὴν κεφαλὴν φοινικίδι zij bedekte zijn hoofd met een purperen doek Aristoph. Pl. 731; ῥαβδωτοῖς ἱματίοις καταπεπταμένοι bedekt met gestreepte kleden Xen. Cyr. 8.3.16.
|elnltext=κατα-πετάννυμι uitspreiden:. κατὰ λῖτα πετάσσας na een hoes uitgespreid te hebben Il. 8.441. bedekken, omhullen, met acc. (iets) en dat. (met iets).: κατεπέτασ ’ αὐτοῦ τὴν κεφαλὴν φοινικίδι zij bedekte zijn hoofd met een purperen doek Aristoph. Pl. 731; ῥαβδωτοῖς ἱματίοις καταπεπταμένοι bedekt met gestreepte kleden Xen. Cyr. 8.3.16.
}}
{{elru
|elrutext='''καταπετάννῡμι:''' (fut. καταπετάσω и καταπετῶ, aor. κατεπέτασα - эп. κατεπέτασσα; pf. pass. καταπέπταμαι) (у Hom. и Eur. - in tmesi)<br /><b class="num">1)</b> расстилать ([[λῖτα]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> разворачивать, распускать ([[ἱστία]] Eur.);<br /><b class="num">3)</b> накрывать, покрывать (ἱστίῳ πολλοὺς ἀνθρώπους Plat.; τὴν κεφαλὴν φοινικίδι, τὴν αὐλὴν δικτύοις Arph.; τὴν πάροδον ἱστίοις Plut.; ἵπποι ἱματίοις καταπεπταμένοι Xen.).
}}
}}

Revision as of 22:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπετάννῡμι Medium diacritics: καταπετάννυμι Low diacritics: καταπετάννυμι Capitals: ΚΑΤΑΠΕΤΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: katapetánnymi Transliteration B: katapetannymi Transliteration C: katapetannymi Beta Code: katapeta/nnumi

English (LSJ)

   A spread out over, κατὰ λῖτα πετάσσας Il.8.441, cf. E.Hel.1459 (lyr., tm.); δέρρεις πρό τινος κ. Ph.Bel.91.13, cf. D.S. 20.9.    II spread or cover with, τὴν αὐλὴν δικτύοις Ar.V.132; τὴν κεφαλὴν φοινικίδι Id.Pl.731; ἱστίῳ ἀνθρώπους Pl.Prm.131b; ἵπποι ἱματίοις καταπεπταμένοι X.Cyr.8.3.16.

German (Pape)

[Seite 1369] (s. πετάννυμι), darüber ausbreiten, behängen; bei Hom. in tmesi, κατὰ λῖτα πετάσσας, Il. 8, 441, wie κατὰ μὲν ἱστία πετάσατε Eur. Hel. 1475; κατεπέτασ' αὐτοῦ τὴν κεφαλὴν φοινικίδι Ar. Plut. 731; Vesp. 131; καταπετάσαι ἱστίῳ πολλοὺς ἀνθρώπ ους Plat. Parm. 131 d, damit bedecken, verhüllen; pass., ἵπποι ἱματίοις καταπεπταμένοι Xen. Cyr. 8, 3, 16.

Greek (Liddell-Scott)

καταπετάννῡμι: καὶ -ύω: μέλλ. καταπετάσω ᾰ, ἐξαπλώνω ὑπεράνω, ἀναπτύσσω, ἀνοίγω τι ὑπεράνω τινός, κατὰ λῖτα πετάσσας Ἰλ. Θ. 411, πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 1459· ταῖς πρῴραις δέρρεις κ. Διόδ. 20. 9· ὅσον ἂν τόπον ἐπίσχῃ τὸ ἱστίον καταπετασθὲν Πλουτ. Θησ. 25. ΙΙ. ἐκτείνωκαλύπτω μέ τι, τὴν αὐλὴν δικτύοις Ἀριστοφ. Σφ. 132· τὴν κεφαλὴν φοινικίδι ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 731· ἀνθρώπους ἱστίῳ Πλάτ. Παρμ. 131Β· ἵπποι ἰματίοις καταπεπταμένοι Ξεν. Κύρ. 8. 3, 16· μετὰ γεν. καὶ αἰτ., καταπεταννύντες τῶν ξύλων δίκτυα Ἁρποκρ. ἐν λεξ. περιστοιχίζεται.

French (Bailly abrégé)

f. καταπετῶ, ao. κατεπέτασα, part. pf. Pass. καταπεπταμένος;
1 déployer d’en haut : ἱστίον PLUT déployer une voile;
2 recouvrir : τὴν κεφαλὴν φοινικίδι AR couvrir la tête d’un voile de pourpre.
Étymologie: κατά, πετάννυμι.

Greek Monotonic

καταπετάννῡμι: και -ύω, μέλ. -πετάσω [ᾰ],
I. εξαπλώνω, απλώνω, εκτείνω, ανοίγω από πάνω, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
II. εκτείνω ή καλύπτω με, τί τινι, σε Αριστοφ., Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-πετάννυμι uitspreiden:. κατὰ λῖτα πετάσσας na een hoes uitgespreid te hebben Il. 8.441. bedekken, omhullen, met acc. (iets) en dat. (met iets).: κατεπέτασ ’ αὐτοῦ τὴν κεφαλὴν φοινικίδι zij bedekte zijn hoofd met een purperen doek Aristoph. Pl. 731; ῥαβδωτοῖς ἱματίοις καταπεπταμένοι bedekt met gestreepte kleden Xen. Cyr. 8.3.16.

Russian (Dvoretsky)

καταπετάννῡμι: (fut. καταπετάσω и καταπετῶ, aor. κατεπέτασα - эп. κατεπέτασσα; pf. pass. καταπέπταμαι) (у Hom. и Eur. - in tmesi)
1) расстилать (λῖτα Hom.);
2) разворачивать, распускать (ἱστία Eur.);
3) накрывать, покрывать (ἱστίῳ πολλοὺς ἀνθρώπους Plat.; τὴν κεφαλὴν φοινικίδι, τὴν αὐλὴν δικτύοις Arph.; τὴν πάροδον ἱστίοις Plut.; ἵπποι ἱματίοις καταπεπταμένοι Xen.).