περικάμπτω: Difference between revisions
(5) |
(3b) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περικάμπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[λυγίζω]] [[ολόγυρα]], [[παίρνω]] [[στροφή]], [[οδηγώ]] [[ολόγυρα]] (ενν. [[ἅρμα]] ή <i>ἵππους</i>), σε Πλάτ. | |lsmtext='''περικάμπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[λυγίζω]] [[ολόγυρα]], [[παίρνω]] [[στροφή]], [[οδηγώ]] [[ολόγυρα]] (ενν. [[ἅρμα]] ή <i>ἵππους</i>), σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περικάμπτω:''' сгибать вокруг (τοὺς ὄζους Arst.): π. τὴν χεῖρα τοῖς βλεφάροις Luc. согнуть руку над веками, т. е. приставить к глазам согнутую ладонь; π. πόλιν Plut. обходить город; περικάμψαντες [[πάλιν]] Plat. обернувшись назад. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:00, 1 January 2019
German (Pape)
[Seite 578] umbiegen, um Etwas herum, τὴν χεῖρα τοῖς βλεφάροις περικάμψας, Luc. Philopatr. 19. Auch intrans., περικάμψαντες πάλιν, zurückgekehrt, Plat. Euthyd. 291 b.
Greek (Liddell-Scott)
περικάμπτω: κάμπτω πέριξ, ὁλόγυρα, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 794· τὴν χεῖρα τοῖς βλεφάροις περικάμψας ἐσκοπίαζον ὀξυδερκέστατα Ψευδο-Λουκ. Φιλόστρ. 19. ΙΙ. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ., ἐλαύνω ὁλόγυρα (ἐξυπ. ἅρμα ἢ ἵππους), Πλάτ. Εὐθύδ. 291Β· μετ’ αἰτ. τόπου, π. τοὺς ὄζους Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 35· π. τὴν πόλιν, τὸν Ἄθων Πλούτ. 2. 246Β, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 15· -ἀπολ., κάμψας διευθύνομαι, στρέφομαι, ἐπὶ τοὺς λιμένας Ἀππ. Καρχηδ. 95. 2) περιέρχομαι οὕτως ὥστε νὰ ἀποφύγω ἢ διαφύγω τι, τὴν τῶν κυάμων χώραν Διογ. Λ. 8. 40· ὁμιλίας Διόδ. 5. 59 (κοινῶς παρέκαμπτε) κακοπάθειαν οὐδεμίαν Συλλ. Ἐπιρρ. (Προσθῆκ.) 2374e. 24· ὀσμὰς Γαλην., κτλ.
French (Bailly abrégé)
1 tr. courber autour : τὴν χεῖρα τοῖς βλεφάροις LUC courber la main autour des paupières;
2 intr. faire tourner (des chevaux, un navire, etc.) autour ; tourner autour de : πόλιν PLUT faire le tour d’une ville.
Étymologie: περί, κάμπτω.
Greek Monolingual
ΝΑ
1. κάμπτω, λυγίζω κάτι ολόγυρα, κάνω κάτι κυρτό γύρω γύρω
2. προσπερνώ, παρακάμπτω
αρχ.
1. διαγράφω πλήρη καμπή
2. λυγίζω κάτι γύρω ή πάνω από κάτι άλλο
3. κάνω στροφή και κατευθύνομαι κάπου
4. προχωρώ, βαδίζω έτσι ώστε να αποφύγω κάτι
5. (για άρμα, άλογο) περιφέρομαι, τρέχω ολόγυρα
6. παρέρχομαι, αποφεύγω.
Greek Monotonic
περικάμπτω: μέλ. -ψω, λυγίζω ολόγυρα, παίρνω στροφή, οδηγώ ολόγυρα (ενν. ἅρμα ή ἵππους), σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
περικάμπτω: сгибать вокруг (τοὺς ὄζους Arst.): π. τὴν χεῖρα τοῖς βλεφάροις Luc. согнуть руку над веками, т. е. приставить к глазам согнутую ладонь; π. πόλιν Plut. обходить город; περικάμψαντες πάλιν Plat. обернувшись назад.