καταριθμέω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
(2b)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κατᾰριθμέω:''' <b class="num">1)</b> считать, сосчитывать: κ. εἰς τὰ [[δέκα]] Arst. считать десятками;<br /><b class="num">2)</b> med. пересчитывать (по одиночке), перечислять (τὰς πράξεις τινός Isocr.; τὰς μάχας Plut.);<br /><b class="num">3)</b> тж. med. причислять, относить (τινα [[μετά]] τινων Eur., Arst.; τινα ἔν τισι Plat.; κατηριθμημένος σὺν [[ἡμῖν]] NT): τὶ ἐν ἀδικήματι καταριθμεῖσθαι Polyb. считать что-л. несправедливостью; εὐδαιμονέστατον καταριθμεῖσθαί τινα Plat. считать кого-л. величайшим счастливцем.
|elrutext='''κατᾰριθμέω:''' <b class="num">1)</b> считать, сосчитывать: κ. εἰς τὰ [[δέκα]] Arst. считать десятками;<br /><b class="num">2)</b> med. пересчитывать (по одиночке), перечислять (τὰς πράξεις τινός Isocr.; τὰς μάχας Plut.);<br /><b class="num">3)</b> тж. med. причислять, относить (τινα [[μετά]] τινων Eur., Arst.; τινα ἔν τισι Plat.; κατηριθμημένος σὺν [[ἡμῖν]] NT): τὶ ἐν ἀδικήματι καταριθμεῖσθαι Polyb. считать что-л. несправедливостью; εὐδαιμονέστατον καταριθμεῖσθαί τινα Plat. считать кого-л. величайшим счастливцем.
}}
{{elnl
|elnltext=κατ-αριθμέω, ook med. tot iets rekenen, met ἐν + dat.:; κατηριθμημένος ἦν ἡμῖν hij (Judas) werd tot onze groep gerekend NT Act. Ap. 1.17; met μετά + gen.:; κατηρίθμηται Τρῳάδων ἄλλων μέτα zij (Helena) hoort gewoon bij de andere Trojaanse vrouwen Eur. Tr. 872; beschouwen als, met dubbele acc.: εὐδαιμονέστατον κ. τινα iemand als de gelukkigste beschouwen Plat. Phlb. 47b. opsommen:. τὴν ἀτοπίαν σου jouw eigenaardigheden Plat. Smp. 215a.
}}
}}

Revision as of 07:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατᾰριθμέω Medium diacritics: καταριθμέω Low diacritics: καταριθμέω Capitals: ΚΑΤΑΡΙΘΜΕΩ
Transliteration A: katarithméō Transliteration B: katarithmeō Transliteration C: katarithmeo Beta Code: katariqme/w

English (LSJ)

   A count or reckon among, μετά τινων E.Tr.872 (Pass.); ἔν τισι Pl.Plt.266a, cf. D.S.4.85, Plu.Sol.12; εἰς εὐδαιμονίαν κ. reckon as... Ath.1.9d: c. dupl. acc., Pl.Sph.266e:—Pass., Arist.Pol. 1329a27; μετά τινων ib.1293b26; ἔν τισι Act.Ap.1.17, Phld.Rh.1.239 S.    2 recount in detail, τὴν ἀτοπίαν σου Pl.Smp.215a:—Med., recount, enumerate, Id.Phlb.27b, Grg.451e, Isoc.1.11; τι πρός τινα Aeschin.3.54: pf. Pass. in med. sense, τὰς τῶν πολλῶν κατηριθμημένοι δόξας having summed up . ., Arist.Top.101a31:—Pass., Phld. Ir.p.78 W.; τὰ συμβεβηκότα -ηρίθμηται S.E.M.7.281.    3 Med., count or reckon so and so, εὐδαιμονέστατον κ. τινά Pl.Phlb.47b; ἐν ἀδικήματι κ. τὴν πρᾶξιν Plb.5.67.5.    II abs., count, reckon, διὰ τί πάντες ἄνθρωποι εἰς τὰ δέκα κ.; Arist.Pr.910b24.

German (Pape)

[Seite 1374] aufzählen, herzählen; κατηρίθμηται Τρῳάδων ἄλλων μέτα Eur. Tr. 872; Plat. Soph. 226 e u. öfter; Isocr. 1, 11 u. Folgde. – Auch med., Plat. Phil. 27 c; so κατηρίθμηται S. Emp. adv. log. 1, 281; τὴν πρᾶξιν ἐν ἀδικήματι, für eine Ungerechtigkeit halten, Pol. 5, 67, 5.

Greek (Liddell-Scott)

κατᾰριθμέω: μετρῶ, ὑπολογίζω, μεταξύ…, μετά τινων Εὐρ. Τρῳ. 872˙ ἔν τισι Πλάτ. Πολιτικ. 266Α, πρβλ. Διόδ. 4. 85, Πλουτ. Σόλ. 12.- Παθ., Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 8, 1., 7. 9, 8, κ. ἀλλ. 2) διηγοῦμαι λεπτομερῶς, τὴν ἀτοπίαν σου Πλάτ. Συμπ. 215Α˙ κ. τινί τι, γράφω εἰς τὸν λογαριασμόν τινος, ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 266Ε˙- ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἀφηγοῦμαι, ἐκθέτω, ἀριθμῶ, ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 27Β, ἐν ᾧ καταριθμοῦνται ᾄδοντες Γοργ. 451˙ εἰ πάσας τὰς ἐκείνου πράξεις καταριθμησαίμεθα Ἰσοκρ. 4Α· τι πρός τινα Αἰσχίν. 61. 16 καὶ 25˙ καὶ ὁ Ἀριστ. μεταχειρίζεται παθ. πρκμ. μετὰ μέσ. σημασ., κατηριθμημένοι τῶν πολλῶν δόξας, μετρήσαντες, συγκεφαλαιώσαντες, Τοπ. 1. 2, 1. 3) ἐν τῷ μέσ. ὡσαύτως, θεωρῶ, «λογαριάζω», εὐδαιμονέστατον κ. τινα Πλάτ. Φίληβ. 47Β˙ τὴν πρᾶξιν κ. ἐν ἀδικήματι Πολύβ. 5. 67, 5. ΙΙ. ἀπολ., λογαριάζω, μετρῶ, κάμνω λογαριασμόν, διὰ τί πάντες ἄνθρωποι εἰς τὰ δέκα καταριθμοῦσιν; Ἀριστ. Προβλ. 15. 3, 1.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
regarder comme : τινα ou τι ἐν τινι mettre qqn ou qch au nombre de;
Moy. καταριθμέομαι-οῦμαι faire le compte de, dénombrer, énumérer.
Étymologie: κατά, ἀριθμέω.

English (Strong)

from κατά and ἀριθμέω; to reckon among: number with.

English (Thayer)

. καταρίθμω: to number with: perfect passive participle κατηριθμημένος ἐν (for σύν) ἡμῖν, was numbered among us, Plato, politicus 266a. etc.).

Greek Monotonic

κατᾰριθμέω: μέλ. -ήσω,
1. μετρώ ή υπολογίζω ανάμεσα σε άλλα, σε Ευρ., Πλάτ.
2. διηγούμαι με λεπτομέρεια, σε Πλάτ. — Μέσ., θεωρώ, λογαριάζω, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

κατᾰριθμέω: 1) считать, сосчитывать: κ. εἰς τὰ δέκα Arst. считать десятками;
2) med. пересчитывать (по одиночке), перечислять (τὰς πράξεις τινός Isocr.; τὰς μάχας Plut.);
3) тж. med. причислять, относить (τινα μετά τινων Eur., Arst.; τινα ἔν τισι Plat.; κατηριθμημένος σὺν ἡμῖν NT): τὶ ἐν ἀδικήματι καταριθμεῖσθαι Polyb. считать что-л. несправедливостью; εὐδαιμονέστατον καταριθμεῖσθαί τινα Plat. считать кого-л. величайшим счастливцем.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-αριθμέω, ook med. tot iets rekenen, met ἐν + dat.:; κατηριθμημένος ἦν ἡμῖν hij (Judas) werd tot onze groep gerekend NT Act. Ap. 1.17; met μετά + gen.:; κατηρίθμηται Τρῳάδων ἄλλων μέτα zij (Helena) hoort gewoon bij de andere Trojaanse vrouwen Eur. Tr. 872; beschouwen als, met dubbele acc.: εὐδαιμονέστατον κ. τινα iemand als de gelukkigste beschouwen Plat. Phlb. 47b. opsommen:. τὴν ἀτοπίαν σου jouw eigenaardigheden Plat. Smp. 215a.