περιαλουργός: Difference between revisions
τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior
(nl) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=περιαλουργός -ον [περί, ἁλουργός] met overal purper; overdr.. ὁ περιαλουργὸς τοῖς κακοῖς doordrenkt van kwaad Aristoph. Ach. 856. | |elnltext=περιαλουργός -ον [περί, ἁλουργός] met overal purper; overdr.. ὁ περιαλουργὸς τοῖς κακοῖς doordrenkt van kwaad Aristoph. Ach. 856. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=περι-ᾰλουργός, όν<br />with [[purple]] all [[round]], κακοῖς π. [[double]]-[[dyed]] in villany, Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:35, 9 January 2019
English (LSJ)
όν,
A with purple all round, π. τοῖς κακοῖς double-dyed in villainy, Ar.Ach.856.
German (Pape)
[Seite 568] rings mit Purpur gefärbt, Ar. Ach. 821, ὁ περιαλουργὸς τοῖς κακοῖς, komisch.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
1 teint de pourpre tout autour;
2 p. ext. imprégné de ; fig. κακοῖς imbu de méchanceté.
Étymologie: περί, ἁλουργός.
Greek Monolingual
-όν, Α
αυτός που έχει πορφυρό χρώμα σε όλη την επιφάνεια του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἁλουργός «πορφυρός»].
Greek Monotonic
περιᾰλουργός: -όν, αυτός που έχει βυσσινί χρώμα, κακοῖς περιαλουργός, διπλοβαμμένος, βαμμένος άσχημα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
περιᾰλουργός: досл. окрашенный пурпуром, перен. пропитанный, преисполненный (κακοῖς Arph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιαλουργός -ον [περί, ἁλουργός] met overal purper; overdr.. ὁ περιαλουργὸς τοῖς κακοῖς doordrenkt van kwaad Aristoph. Ach. 856.
Middle Liddell
περι-ᾰλουργός, όν
with purple all round, κακοῖς π. double-dyed in villany, Ar.