ξυρήκης: Difference between revisions

From LSJ

τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon

Source
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ξῠρήκης:'''<br /><b class="num">1)</b> острый как бритва (λόγχαι Xen.);<br /><b class="num">2)</b> наголо остриженный или обритый ([[κάρα]] Eur.).
|elrutext='''ξῠρήκης:'''<br /><b class="num">1)</b> острый как бритва (λόγχαι Xen.);<br /><b class="num">2)</b> наголо остриженный или обритый ([[κάρα]] Eur.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ξῠρ-ήκης, ες [ἀκη]<br /><b class="num">I.</b> [[keen]] as a [[rasor]], Xen.<br /><b class="num">II.</b> [[pass]]. [[close]]-[[shaven]], Eur.; κουρᾷ ξυρήκει with [[close]] [[tonsure]], Eur.
}}
}}

Revision as of 15:30, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠρήκης Medium diacritics: ξυρήκης Low diacritics: ξυρήκης Capitals: ΞΥΡΗΚΗΣ
Transliteration A: xyrḗkēs Transliteration B: xyrēkēs Transliteration C: ksyrikis Beta Code: curh/khs

English (LSJ)

ες, (ἀκή A)

   A keen as a razor, X.Cyn.10.3.    II Pass., close-shaven, κάρα E.Ph.[372], El.335 ; κουρᾷ ξυρήκει with close tonsure, Id.Alc.427.    2 = sq., Ael.Dion.Fr.265, cf. Phot., Suid.

German (Pape)

[Seite 282] ες, scharf wie ein Scheermesser, λόγχαι, Xen. Cyn. 10, 3; – kahl abgeschoren, κουρᾷ ξυρήκει καὶ μελαμπέπλῳ στολῇ, als Zeichen der Trauer, Eur. Alc. 429; κάρα ξυρῆκες, El. 335 Phoen. 375 (ξυρηκές f. acc.). – Nach Ael. Dion. bei Eust. auch = ξυρήσιμος.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠρήκης: -ες, (ἀκὴ) ὀξύς, κοπτερὸς ὡς ξυράφιον, Ξεν. Κυν. 10. 3. ΙΙ. Παθ., μέχρι δέρματος ἐξυρημένος, κάρα Εὐρ. Φοίν. 372, Ἠλ. 335· κουρᾷ ξυρήκει, διὰ κουρᾶς μέχρι δέρματος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 427. 2) κατ’ Αἴλ. Διονύσ. παρ’ Εὐστ. 939. 12, ξυρήκης· ὁ ξυρήσιμος καὶ κουριῶν, πρβλ. Φώτ., Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
rasé, tondu avec un rasoir.
Étymologie: ξυρόν, ἀκή.

Greek Monolingual

ξυρήκης, -ες (Α)
1. οξύς, κοφτερός σαν ξυράφι («αἱ δὲ λόγχαι αὐτῶν εὐπλατεῑς καὶ ξυρήκεις», Πολυδ.)
2. (σε παθ. σημ.) ξυρισμένος μέχρι το δέρμα
3. ξυρήσιμος
4. φρ. «κουρά ξυρήκης» — κούρεμα σύρριζα, μέχρι το δέρμα, ως ένδειξη μεγάλου πένθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυρόν + -ήκης (< ἄκος), πρβλ. νε-ήκης, αμφ-ήκης (βλ. και λ. ακ-)].

Greek Monotonic

ξῠρήκης: -ες (ἀκή
I. κοφτερός σαν ξυράφι, σε Ξεν.
II. Παθ., βαθιά ξυρισμένος, μέχρι το δέρμα, σε Ευρ.· κουρᾷ ξυρήκει, με πολύ κοντό κούρεμα, μέχρι το δέρμα, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ξῠρήκης:
1) острый как бритва (λόγχαι Xen.);
2) наголо остриженный или обритый (κάρα Eur.).

Middle Liddell

ξῠρ-ήκης, ες [ἀκη]
I. keen as a rasor, Xen.
II. pass. close-shaven, Eur.; κουρᾷ ξυρήκει with close tonsure, Eur.