ἐπιδήμιος: Difference between revisions
μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε → do not judge, or you will be judged | do not judge, lest you should be judged | judge not, that ye be not judged | judge not, that you be not judged | do not judge, so that you will not be judged | do not judge so that you will not be judged | do not judge lest you be judged | do not judge, so that you won't be judged | you shall not judge, lest you be judged | don't condemn others, and God won't condemn you | judge not, that you may not be judged | stop judging so that you will not be judged | do not judge others, so that God will not judge you
(2) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπιδήμιος:''' <b class="num">1)</b> отечественный, туземный, местный: [[πόλεμος]] ἐ. Hom. междоусобная война; ἐπιδήμιοι ἁρπακτῆρες Hom. занимающиеся грабежом в собственном доме;<br /><b class="num">2)</b> живущий у себя дома ([[πατήρ]] Hom.);<br /><b class="num">3)</b> (о чужеземце) приезжий, поселившийся здесь (ἔμποροι Her.). | |elrutext='''ἐπιδήμιος:''' <b class="num">1)</b> отечественный, туземный, местный: [[πόλεμος]] ἐ. Hom. междоусобная война; ἐπιδήμιοι ἁρπακτῆρες Hom. занимающиеся грабежом в собственном доме;<br /><b class="num">2)</b> живущий у себя дома ([[πατήρ]] Hom.);<br /><b class="num">3)</b> (о чужеземце) приезжий, поселившийся здесь (ἔμποροι Her.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἐπι-[[δήμιος]], ον [[δῆμος]]<br />[[among]] the [[people]], ἐπιδήμιοι ἁρπακτῆρες plunderers of one's own countrymen, Il.; [[πόλεμος]] ἐπ. [[civil]] war, Il.; ἐπιδήμιον [[εἶναι]] to be at [[home]], Od.; ἐπ. ἔμποροι [[resident]] merchants, Hdt. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:10, 9 January 2019
English (LSJ)
ον (but α, ον IG9(1).333.7 (Locr.)),
A among the people, ἐπιδήμιοι ἁρπακτῆρες plunderers of one's own countrymen, Il.24.262; πόλεμος ἐ. civil war, 9.64; ἐπιδαμίᾳ δίκᾳ χρήστω IGl.c.; ἔφαντ' ἐ. εἶναι σὸν πατέρ' that he was at home, Od.1.194; ἐ. ἔμποροι resident merchants, Hdt.2.39; οὐδ' εὐνῆς αἰδὼς ἐ. A.R.2.1023: generally, common, commonplace, τοῦτο τοὐπιδήμιον Plu.2.735a. 2. sojourning among, ψυχὴ . . ἐ. ἄστροις IG12(8).609.3 (Thasos); settling in a place, A.R.1.827. 3. of diseases, prevalent, epidemic, ἴκτερος Hp.Int.37. 4. ἐπιδήμια θύειν sacrifice in honour of a visit or arrival, Him.Ecl.36.1.
German (Pape)
[Seite 937] im Volke, in der Heimath, Il. 24, 262; zu Hause anwesend, Od. 1, 194; πόλεμος, Bürgerkrieg, Il. 9, 64; durchs ganze Volk verbreitet, bes. von Seuchen, epidemisch, Hippocr. u. a. Medic.; – οὐδ' εὐνῆς αἰδὼς ἐπιδήμιος, ist nicht Sitte des Landes, Ap. Rh. 2, 1024. – Als Fremder eingewandert, sich aufhaltend, Ἕλληνές σφισι ἔωσι ἐπιδήμιοι ἔμποροι Her. 2, 39; vgl. Ap. Rh. 1, 827.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui est dans son pays;
2 qui est du pays, qui se fait dans le pays : πόλεμος ἐπιδήμιος IL guerre civile;
3 qui réside dans un pays.
Étymologie: ἐπί, δῆμος.
English (Autenrieth)
at home, Od. 1.194, Il. 24.262 ; πόλεμος, ‘civil strife,’ Il. 9.64.
Greek Monolingual
ἐπιδήμιος, -ον και -ος, -ία, -ον (AM)
το θηλ. ως ουσ. η επιδημία
αρχ.-μσν.
(για νόσο) επιδημικός
αρχ.
1. αυτός που διαπράττει κάτι μπροστά στα μάτια τών χωριανών ή τών συμπολιτών του («ἀρνῶν ἠδ’ ἐρίφων ἐπιδήμιοι ἀρπακτῆρες», Ομ. Ιλ.)
2. αυτός που ξαναγύρισε και βρίσκεται στην πατρίδα του
3. (για πόλεμο) εμφύλιος
4. ο εγκατεστημένος σε ξένη χώρα («Ἕλληνες ἐπιδήμιοι ἔμποροι», Ηρόδ.)
5. (για τρόπο, ενέργεια κ.λπ.) κοινός, συνηθισμένος
6. καθιερωμένος κάπου ως έθιμο
7. το ουδ. ως ουσ. τά ἐπιδήμια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δημ-ιος (< δήμος)].
Greek Monotonic
ἐπιδήμιος: -ον (δῆμος), αυτός που βρίσκεται ανάμεσα στο πλήθος, που παραμένει στην πατρίδα, ἐπιδήμιοι ἁρπακτῆρες, άρπαγες των ίδιων των συμπολιτών τους, σε Ομήρ. Ιλ.· πόλεμος ἐπ., ἐμφύλιος πόλεμος, στο ίδ.· ἐπιδήμιον εἶναι, είμαι, βρίσκομαι στην πατρίδα μου, σε Ομήρ. Οδ.· ἐπ. ἔμποριο, εγκατεστημένοι έμποροι, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιδήμιος: 1) отечественный, туземный, местный: πόλεμος ἐ. Hom. междоусобная война; ἐπιδήμιοι ἁρπακτῆρες Hom. занимающиеся грабежом в собственном доме;
2) живущий у себя дома (πατήρ Hom.);
3) (о чужеземце) приезжий, поселившийся здесь (ἔμποροι Her.).
Middle Liddell
ἐπι-δήμιος, ον δῆμος
among the people, ἐπιδήμιοι ἁρπακτῆρες plunderers of one's own countrymen, Il.; πόλεμος ἐπ. civil war, Il.; ἐπιδήμιον εἶναι to be at home, Od.; ἐπ. ἔμποροι resident merchants, Hdt.