Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ζωογόνος: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
(16)
(1ab)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=(θηλ. και ζωογόνα), -ο (AM [[ζωογόνος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που γεννά, που παράγει έμβια όντα, [[δημιουργός]] ζωής, [[παραγωγικός]], [[γόνιμος]], [[ζωοποιός]]<br /><b>2.</b> αυτός που παρέχει ζωή (α. «[[ζωογόνος]] [[αέρας]]», Βάρν.<br />β. «[[ζωογόνος]] [[θεός]]», Ιουλ.)<br /><b>3.</b> (μτφ. για πνευματικές ή ψυχικές καταστάσεις, ιδιότητες, ενέργειες) αυτός που τονώνει ψυχικά ή ηθικά, [[εμψυχωτής]] («[[ζωογόνος]] [[πίστις]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>γονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>τεκνο</i>-[[γόνος]], <i>τερατο</i>-[[γόνος]].
|mltxt=(θηλ. και ζωογόνα), -ο (AM [[ζωογόνος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που γεννά, που παράγει έμβια όντα, [[δημιουργός]] ζωής, [[παραγωγικός]], [[γόνιμος]], [[ζωοποιός]]<br /><b>2.</b> αυτός που παρέχει ζωή (α. «[[ζωογόνος]] [[αέρας]]», Βάρν.<br />β. «[[ζωογόνος]] [[θεός]]», Ιουλ.)<br /><b>3.</b> (μτφ. για πνευματικές ή ψυχικές καταστάσεις, ιδιότητες, ενέργειες) αυτός που τονώνει ψυχικά ή ηθικά, [[εμψυχωτής]] («[[ζωογόνος]] [[πίστις]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>γονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>τεκνο</i>-[[γόνος]], <i>τερατο</i>-[[γόνος]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=2 [ζωή]<br />[[life]]-[[bringing]], Anth.
}}
}}

Revision as of 23:20, 9 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

ζωογόνος: -ον, (γενέσθαι) παράγων ζῶντα, παραγωγικός, γόνιμος, σπέρμα Ἀρετ. Χρον. Παθ. 2. 5, Ὀρφ. Ὕμν. 37. 3· ὄνομα τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀνθ. Π. 9. 525, 7· ἐπίθ. τοῦ ἀριθμοῦ ἑπτά, διότι συχνάκις βρέφη γεννῶνται κατὰ τὸν ἕβδομον μῆνα, Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 47. ΙΙ. ὁ φέρω ζωήν, Ἀνθ. Π. 1. 93.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui donne la vie ; fécond.
Étymologie: ζωός, γίγνομαι.

Greek Monolingual

(θηλ. και ζωογόνα), -ο (AM ζωογόνος, -ον)
1. αυτός που γεννά, που παράγει έμβια όντα, δημιουργός ζωής, παραγωγικός, γόνιμος, ζωοποιός
2. αυτός που παρέχει ζωή (α. «ζωογόνος αέρας», Βάρν.
β. «ζωογόνος θεός», Ιουλ.)
3. (μτφ. για πνευματικές ή ψυχικές καταστάσεις, ιδιότητες, ενέργειες) αυτός που τονώνει ψυχικά ή ηθικά, εμψυχωτήςζωογόνος πίστις»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + -γονος (< γίγνομαι), πρβλ. τεκνο-γόνος, τερατο-γόνος.

Middle Liddell

2 [ζωή]
life-bringing, Anth.