θρίαμβος: Difference between revisions
Ῥῆμα παρὰ καιρὸν ῥηθὲν ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um
m (Text replacement - "''' ὁ<b class="num">1)" to "''' ὁ<br /><b class="num">1)") |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: name of hymns sung at the feasts for Dionysos (Cratin. 36), also said of the god (Trag. Adesp. 140 u. a.); hell.also rendering of Lat. [[triumphus]] (Plb., D. S.);<br />Derivatives: <b class="b3">θριαμβικός</b> = [[triumphālis]], <b class="b3">θριαμβεύειν</b> = [[triumphāre]].<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Formation like <b class="b3">διθύραμβος</b>, <b class="b3">ἴαμβος</b> (s. vv.) and like these prob. Pre-Greek. Often (after Sommer Lautstud. 58ff.) connected with the numeral [[three]] ("Dreischritt" v.t.), which is impossible. Extensive treatment by v. Windekens Orbis 2, 489ff., who takes <b class="b3">θρίαμβος</b> as (Indo-European) "Pelasgian" and gives a quite arbitrary IE etymology. - Acc. to Sturtevant ClassPhil. 5, 323ff. from <b class="b3">θριάζω</b>, <b class="b3">θρίασις</b> influenced by <b class="b3">ἴαμβος</b>; further Theander Eranos 15, 126 n. 1. - Fur.191 connects <b class="b3">τριάζω</b> [[conquer]]. Clearly a Pre-Greek word. | |etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: name of hymns sung at the feasts for Dionysos (Cratin. 36), also said of the god (Trag. Adesp. 140 u. a.); hell.also rendering of Lat. [[triumphus]] (Plb., D. S.);<br />Derivatives: <b class="b3">θριαμβικός</b> = [[triumphālis]], <b class="b3">θριαμβεύειν</b> = [[triumphāre]].<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Formation like <b class="b3">διθύραμβος</b>, <b class="b3">ἴαμβος</b> (s. vv.) and like these prob. Pre-Greek. Often (after Sommer Lautstud. 58ff.) connected with the numeral [[three]] ("Dreischritt" v.t.), which is impossible. Extensive treatment by v. Windekens Orbis 2, 489ff., who takes <b class="b3">θρίαμβος</b> as (Indo-European) "Pelasgian" and gives a quite arbitrary IE etymology. - Acc. to Sturtevant ClassPhil. 5, 323ff. from <b class="b3">θριάζω</b>, <b class="b3">θρίασις</b> influenced by <b class="b3">ἴαμβος</b>; further Theander Eranos 15, 126 n. 1. - Fur.191 connects <b class="b3">τριάζω</b> [[conquer]]. Clearly a Pre-Greek word. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[θρίαμβος]], ὁ,<br /><b class="num">I.</b> a [[hymn]] to [[Bacchus]], Cratin.: also a [[name]] for [[Bacchus]], Plut., etc.<br /><b class="num">II.</b> used to [[express]] the Roman [[triumphus]], Plut. [deriv. uncertain] | |||
}} | }} |
Revision as of 23:25, 9 January 2019
English (LSJ)
[ῐ], ὁ,
A hymn to Dionysus, sung in festal processions to his honour, Cratin.36. 2 epith. of Dionysus, Trag.Adesp.140, D.S. 4.5, Ath.1.30b, Plu.Marc.22, Arr.An.6.28.2. 3 metaph., scandal, δεδιὼς τὸν ἐκ λόγων θ. Conon 31.1. II = Lat. triumphus (which is borrowed fr. θ. through Etruscan), Plb.6.15.8, D.S.12.64, Mon. Anc.Gr.2.20, SIG804.9 (Cos, i A.D.), Plu.Publ.20, etc.; ὁ μέγας θ. the triumph, opp. ὁ ἐλάττων θ. ovatio, Id.Marc.22, cf. D.H.8.67; ὁ πεζὸς θ.,= ovatio, Id.9.36. (For the termination perh. cf. ἴαμβος, διθύραμβος, but the origin of θρι- is unknown.)
German (Pape)
[Seite 1218] ὁ, 1) ursprünglich Beiname des Dionysus, D. Sic. 4, 5 Plut. Marcell, 22 Ath. I, 30 b, bei Suid. aus θηρίαμβος erkl., διότι ἐπὶ θηρῶν, τουτέστιν ἐπὶ λεόντων βέβηκε; nach Andern von θρῖον abzuleiten, weil die Knaben bei den Festaufzügen des Dionysus Feigenblätter hielten; gewiß mit διθύραμβος verwandt; – Festlied u. Festzug zu Ehren des Bacchus, vgl. Cratin. bei Suid. v. ἀναρύτειν. – 2) bei den röm. Historikern = Triumph; θρίαμβον ἄγειν, einen Tr. halten, Plut. Popl. 23, εἰσάγειν, Marcell. 92, κατάγειν, Caes. 55, ἐκ πολέμων κατάγειν, Fab. M. 24; διὰ θριάμβων εἰσελαύνειν Cic. 22; κατά τινος, über Jem., Ant.84.
Greek (Liddell-Scott)
θρίαμβος: ὁ, ὕμνος εἰς τὸν Βάκχον, ᾀδόμενος ἐν ἑορταστικαῖς πομπαῖς εἰς τιμὴν αὐτοῦ, Κρατῖν. «Διδύμ.» 1. 2) ὡς ὄνομα τοῦ Βάκχου, Διόδ. 4. 5, Ἀθήν. 30Β, Πλούτ. ἐν Μαρκέλλ. 22, Ἀρρ. Ἀνάβ. 6. 28 ἴδε τὸ προηγ. ΙΙ. ἐν χρήσει πρὸς ἔκφρασιν τοῦ Ρωμαϊκοῦ triumphus, ὅπερ φαίνεται νὰ εἶναι γλωσσικῶς συγγενές, Πολύβ. 6. 15, 8, Μνημ. Ἀγκύρ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 4040. 11. 18, Πλούτ. Ποπλικ. 20, κτλ.· ὁ μέγας θρ., ἀντίθετον τῷ ὁ ἐλάττων θρ., ovatio, Διον. Ἁλ. 8. 67, Πλούτ. Μαρκ. 22. (Ὁ τύπος τῆς λέξεως μᾶς ὑπομιμνήσκει τὸ ἴαμβος (ἰάπτω), ἴδε ἐν λ.· ἀλλ’ ἡ ἀρχὴ τῆς πρώτης συλλ. εἶναι ἄγνωστος).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 hymne chanté aux fêtes de Bacchus ; surn. de Bacchus;
2 chez les Romains, cérémonie du triomphe ; ὁ μέγας θρίαμβος PLUT le grand triomphe, p. opp. à ὁ ἐλάττων θρίαμβος le petit triomphe, lat. ovatio.
Étymologie: cf. θόρυβος ; sel. d’autres, apparenté à διθύραμβος.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ θρίαμβος)
1. επινίκια γιορτή
2. επινίκια πομπή από Ρωμαίο στρατηγό μετά από περιφανή στρατιωτική επιτυχία
3. περιφανής νίκη
4. υπερπήδηση μεγάλων δυσχερειών και αντιξοοτήτων
νεοελλ.
1. μεγάλη επιτυχία
2. επευφημία, ζητωκραυγή
μσν.
δημοσίευση, κοινοποίηση
αρχ.
1. άσμα προς τιμήν του Διονύσου
2. σκάνδαλο, διαβολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία η λ. θρίαμβος ήταν η ονομασία ενός άσματος προς τιμήν του Διονύσου, ενώ απαντά και ως προσωνυμία του θεού. Αργότερα η λ. εισήχθη στη Λατινική, όπου μετέβαλε σημ. (πρβλ. triumphus «επινίκια και τροπαιοφόρα πομπή») με αποτέλεσμα και το ελλ. θρίαμβος από τους αλεξανδρινούς χρόνους να αρχίσει να χρησιμοποιείται με τη λατ. σημ. «γιορτή για τη νίκη, επιτυχία». Η λ. είναι άγνωστης ετυμολ. Υπάρχει, βέβαια, ομοιότητα στον σχηματισμό με τα συνώνυμα διθύραμβος, ίαμβος, πράγμα που οδηγεί στην υπόθεση ότι πρόκειται για δάνεια λ., πιθ. πελασγικής προελεύσεως.
ΠΑΡ. θριαμβεύω, θριαμβικός.
ΣΥΝΘ. αρχ. θριαμβοδιθύραμβος.
Greek Monotonic
θρίαμβος: ὁ,
I. ύμνος προς τιμήν του Βάκχου, σε Κρατίν.· επίσης, όνομα του Βάκχου, σε Πλούτ., κ.λπ.
II. χρησιμοποιείται για να εκφράσει τον Ρωμαϊκό θρίαμβο, στον ίδ. (άγν. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
θρίαμβος: ὁ
1) триамб, гимн в честь Диониса-Вакха (во время шествий в его честь дети держали фиговые ветви);
2) эпитет Диониса-Вакха (τὸν Διόνυσον θρίαμβον ὀνομάζειν Plut.);
3) (в Риме) триумф, триумфальный въезд (τῆς στρατείας εἰς τὴν πατρίδα Diod.): ὁ μέγας θ. Plut. большой триумф, т. е. триумф в собственном смысле; ὁ ἐλάττων или πεζὸς θ. Plut. малый или пеший триумф (ovatio); θρίαμβον ἄγειν, εἰσάγειν или κατάγειν Plut. совершать триумфальный въезд, справлять триумф.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: name of hymns sung at the feasts for Dionysos (Cratin. 36), also said of the god (Trag. Adesp. 140 u. a.); hell.also rendering of Lat. triumphus (Plb., D. S.);
Derivatives: θριαμβικός = triumphālis, θριαμβεύειν = triumphāre.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation like διθύραμβος, ἴαμβος (s. vv.) and like these prob. Pre-Greek. Often (after Sommer Lautstud. 58ff.) connected with the numeral three ("Dreischritt" v.t.), which is impossible. Extensive treatment by v. Windekens Orbis 2, 489ff., who takes θρίαμβος as (Indo-European) "Pelasgian" and gives a quite arbitrary IE etymology. - Acc. to Sturtevant ClassPhil. 5, 323ff. from θριάζω, θρίασις influenced by ἴαμβος; further Theander Eranos 15, 126 n. 1. - Fur.191 connects τριάζω conquer. Clearly a Pre-Greek word.
Middle Liddell
θρίαμβος, ὁ,
I. a hymn to Bacchus, Cratin.: also a name for Bacchus, Plut., etc.
II. used to express the Roman triumphus, Plut. [deriv. uncertain]