καταπλάσσω: Difference between revisions
Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last
(nl) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κατα-πλάσσω Ion. voor καταπλάττω. | |elnltext=κατα-πλάσσω Ion. voor καταπλάττω. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[attic]] -ττω fut. -πλάσω<br />to [[plaster]] [[over]] with [[clay]], etc., Hdt., Ar.:—Mid., καταπλάσσεσθαι τὴν κεφαλήν to [[plaster]] one's own [[head]], Hdt.; [[τοῦτο]] καταπλάσσονται ὅλον τὸ [[σῶμα]] [[this]] they [[plaster]] [[over]] [[their]] [[whole]] [[body]], Hdt. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:00, 10 January 2019
English (LSJ)
Att. καταπλάττω, fut. -πλάσω [ᾰ],
A plaster over, πηλῷ κατ' ὦν ἔπλασε τοὺς ὀφθαλμούς Hdt.2.70, cf. Arist.HA612a18; ὄξει τὰ βλέφαρα Ar.Pl. 721; τὰ ὦτα κηρῷ Plu.2.15d:—Pass., καταπεπλασμένη ψιμυθίῳ Ar. Ec.878; κηρῷ Arist.HA624a13:—Med., τὴν κεφαλὴν κατ' ὦν ἐπλάσατο plastered her own head, Hdt.2.85, cf. D.S.1.72,91; τοῦτο καταπλάσσονται πᾶν τὸ σῶμα this they plaster over their whole body, Hdt.4.75:—Pass., καταπλαττομένων ἢ ἐπιπλαττομένων Phld.Mus. p.52K. 2 Medic., plaster or poultice, Hp.VC13, al.; also, apply as a plaster or poultice, in Pass., Dsc.4.87,88: metaph., c. gen., θεὸς κ. τῶν ψυχῆς τραυμάτων Ph.1.455. 3 metaph., καταπεπλασμένος, = καταπλαστός 11, Aristid.Or.28(49).101; τὸ κ. the artificial sound produced by stopping the higher notes in a flute, Quint.1.11.6.
German (Pape)
[Seite 1370] att. -πλάττω (s. πλάσσω), bestreichen, beschmieren; ὄξει διέμενος κατέπλασεν αὐτοῦ τὰ βλέφαρα Ar. Plut. 721; κατ' ὦν ἔπλασε τοὺς ὀφθαλμοὺς πηλῷ Her. 2, 70; auch im med., 2, 85; mit doppeltem accusat., τοῦτο παχὺ ἐὸν καταπλάσσονται πᾶν τὸ σῶμα, sie bestreichen damit den ganzen Körper, 4, 75. – Pass., καταπεπλασμένη ψιμυθίῳ, geschminkt, Ar. Eccl. 878; vgl. τὸ πρόσωπον ἅπαν ψιμύθῳ κατάπλαττε Luc. ep. 6 (XI, 408); a. Sp., bes. mit Salben, Pflastern bestreichen. – Davon καταπλαστός, darauf gestrichen, φάρμακον, Pflaster, Ar. Plut. 717; übertr., geschminkt, affektirt, Plut. de audit. 8 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καταπλάσσω: Ἀττ. -ττω, μέλλ. -πλάσω ᾰ·- ἐπιχρίω, ἐπαλείφω, καλύπτω μέ τι, κατ’ ὦν ἔπλασε τοὺς ὀφθαλμοὺς πηλῷ Ἡρόδ. 2, 70· πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 5· ὄξει τὰ βλέφαρα Ἀριστοφ. Πλ. 721· κηρῷ τὰ ὦτα Πλούτ. 2, 15D.- Παθ., ψιμυθίῳ καταπεπλασμένος Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 878· καὶ ἀπολ., καταπεπλασμένος Πλούτ. 2. 724· κηρῷ Ἀριτσ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 9·- τὸ πρόσωπον ἅπαν ψιμυθίῳ κ. Λουκ. ἐν Ἀνθ. ΙΙ. 11. 408.- Μέσ., καταπλάσσεσθαι τὴν κεφαλήν, ἐπιχρίω τὴν ἰδίαν μου κεφαλήν, Ἡρόδ. 2, 85· καὶ ὁ μέσ. ἀόρ., «οἱ τιτᾶνες καταπλασάμενοι γύψῳ ἐπὶ τῷ μὴ γνώριμοι γενέσθαι» Ἁρποκρ. ἐν λ. ἀπομάττειν· μετὰ διπλ. αἰτ., τοῦτο καταπλάσσονται ὅλον τὸ σῶμα, τοῦτο ἐπαλείφουσιν εἰς ὅλον τὸ σῶμά των, Ἡρόδ. 4. 75. 2) ὡς ἰατρ. ὅρος, ἐφαρμόζω κατάπλασμα, διὰ καταπλάσματος ἰατρεύω, συνάπτεται μετὰ τοῦ καταιονᾶν καὶ καταντλεῖν, Διοσκ. ὑπαλειφόμενα ἢ καταπλαττόμενα Πλουτ. Ἠθ. 561· ὁ φακὸς καταπλαττόμενος καθ’ ἑαυτὸν καὶ σὺν τῷ ἀλφίτῳ Διοσκ. 4, 87. 3) μεταφ., καταπεπλασμένος= καταπλαστὸς ΙΙ, Ἀριστείδ. 2, 388·- τὸ κατ., ὁ τεχνητὸς ἦχος ὁ παραγόμενος διὰ τῆς ἐμφράξεως τῶν ὑψηλοτέρων φθόγγων τοῦ αὐλοῦ, ἴδε Quintil. 1. 11, 7. 4) πλαστός, ψευδής, ὁ Πολυδ. Δ΄, 48, μνημονεύει τούτου ἐπὶ τῶν ἐλαττωμάτων τοῦ σοφιστοῦ.
French (Bailly abrégé)
f. καταπλάσω;
appliquer un enduit, enduire : κηρῷ τὰ ὦτα PLUT les oreilles de cire;
Moy. καταπλάσσομαι s’appliquer un enduit ; avec double acc. : τι τὸ σῶμα HDT s’enduire le corps de qch.
Étymologie: κατά, πλάσσω.
Greek Monolingual
καταπλάσσω (Α, Μ και Α αττ. τ. καταπλάττω)
βάζω κατάπλασμα, έμπλαστρο, μπλαστρώνω
μσν.
1. διαμορφώνω, κατασκευάζω κάτι
2. επινοώ κάτι, σοφίζομαι
αρχ.
1. επιχρίω, επαλείφω, καλύπτω με κάτι
2. μτφ. καταπραΰνω, μαλακώνω
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καταπεπλασμένος, -η, -ον
προσποιητός, πλαστός, φτειασιδωμένος, ψεύτικος
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ καταπεπλασμένον
ο τεχνητός ήχος που παράγεται με την έμφραξη τών υψηλότερων φθόγγων του αυλού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πλάσσω «πλάθω»].
Greek Monotonic
καταπλάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -πλάσω [ᾰ], σοβατίζω με πηλό, άργιλο κ.λπ., σε Ηρόδ., Αριστοφ. — Μέσ., καταπλάσσεσθαι τὴν κεφαλήν, επιχρίω, αλείφω το κεφάλι μου, σε Ηρόδ.· τοῦτοκαταπλάσσονται ὅλον τὸ σῶμα, με αυτό επαλείφουν ολόκληρο το σώμα τους, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
καταπλάσσω: атт. καταπλάττω (fut. καταπλάσω)
1) намазывать, смазывать, натирать (τὰ βλέφαρά τινος Arph.; ἑαυτὸν πηλῷ Arst.): ψιμυθίῳ καταπεπλασμένη Arph. намазанная белилами, набеленная; med. натирать себе (πᾶν τὸ σῶμα Her.);
2) замазывать, затыкать (τὰ ὦτα κηρῷ τινι Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-πλάσσω Ion. voor καταπλάττω.
Middle Liddell
attic -ττω fut. -πλάσω
to plaster over with clay, etc., Hdt., Ar.:—Mid., καταπλάσσεσθαι τὴν κεφαλήν to plaster one's own head, Hdt.; τοῦτο καταπλάσσονται ὅλον τὸ σῶμα this they plaster over their whole body, Hdt.