ταναός: Difference between revisions

From LSJ

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
(4b)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''τᾰνᾰός:''' и<br /><b class="num">1)</b> длинный ([[αἰγανέη]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> высокий (ἀστάχυες HH);<br /><b class="num">3)</b> долгий ([[γῆρας]] Anth.);<br /><b class="num">4)</b> распущенный, длинный ([[πλόκαμος]] Eur.);<br /><b class="num">5)</b> широко раскинувшийся ([[αἰθήρ]] Eur.).
|elrutext='''τᾰνᾰός:''' и<br /><b class="num">1)</b> длинный ([[αἰγανέη]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> высокий (ἀστάχυες HH);<br /><b class="num">3)</b> долгий ([[γῆρας]] Anth.);<br /><b class="num">4)</b> распущенный, длинный ([[πλόκαμος]] Eur.);<br /><b class="num">5)</b> широко раскинувшийся ([[αἰθήρ]] Eur.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τᾰναός, ή, όν [[τείνω]]<br />stretched, outstretched, [[tall]], [[long]], [[taper]], Il.; [[πλόκαμος]] τ. [[long]] [[flowing]] locks, Eur.; τ. [[αἰθήρ]] [[outspread]] [[ether]], Eur.; τ. [[γῆρας]] [[long]] old age, Anth.
}}
}}

Revision as of 01:45, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰνᾰός Medium diacritics: ταναός Low diacritics: ταναός Capitals: ΤΑΝΑΟΣ
Transliteration A: tanaós Transliteration B: tanaos Transliteration C: tanaos Beta Code: tanao/s

English (LSJ)

ή, όν, also ός, όν Il.16.589, E.Ba.831: (τείνω: prop. ταναϝός, cf. sq.):—

   A outstretched, tall, taper, αἰγανέη Il. l.c.; ἀστάχυες h.Cer.454; πῦρ... ὅσον -ώτερον ἦεν Emp.84.11, cf. ib.5; πλόκαμος τ. long flowing locks, E.Ba.455, cf. 831; τ. αἰθήρ outspread ether, Id.Or.322 (lyr.), Men.Sam.111; ἀήρ Q.S.1.681; τ. γῆρας long old age, AP5.281 (Agath.), cf. 11.389 (Lucill.); ὄρνις Opp.C.1.51; ταναῇ ὀπί with loud voice, Q.S.12.58; τ. χείλεα, of a gadfly, Id.11.209.

German (Pape)

[Seite 1066] (τείνω, τανύω), gestreckt, ausgedehnt, lang; αἰγανέη, Il. 16, 589, wo es zweier Endgn ist; ἀστάχυες, schlank, hoch, H. h. Cer. 454; αἰθήρ, Eur. Or. 322; πλόκαμος, Bacch. 455; vom Feuer, Empedocl. 278. 283; sp. D.: δρῦς, Antiphil. 12 (IX, 71); γῆρας, Agath. 20 (V, 282); κλῖμαξ, 50 (IX, 853); ταναῇ ὀπὶ κεκλήγοντες, Qu. Sm. 12, 58.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰναός: -ή, -όν, καὶ ός, όν, Ἰλ. Π. 589, Εὐρ. Βάκχ. 831· (√ ΤΑΝ, τείνω· κυρίως ταναϝός, ἴδε ταναύπους)· ― εἰς μῆκος τεταμένος, μακρός, ὑψηλός, ὑψιτενής, αἰγανέη, Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀστάχυες Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 454· πῦρ..., ὅσον ταναώτερον ἦεν Ἐμπεδ. 229, πρβλ. 224· πλόκαμος ταν. Εὐρ. Βάκχ. 455, πρβλ. 831· ταν. αἰθήρ, ἐκτεταμένος, ἀναπεπταμένος, εὐρύς, μέγας, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 322· ταν γῆρας, μακρὸν γῆρας, μακροχρόνιον, Ἀνθ. Π. 5. 282, πρβλ. 11. 389· ὄρνις Ὀππ. Κυν. 1. 51· ταναῇ ὀπί, μεγάλῃ φωνῇ, Κόϊντ. Σμ. 12. 58.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
allongé, long.
Étymologie: p. *ταναϜός, cf. lat. tenuis, de la R. Ταν, étendre ; v. τείνω.

English (Autenrieth)

long, Il. 16.589†.

Greek Monolingual

και ταναδός, -ή, -όν, θηλ. και ταναός, Α
1. επιμήκης, μακρύςπλόκαμος... ταναός», Ευρ.)
2. ευρύς («ταναὸν αἰθέρα», Ευρ.)
3. αυτός που ηχεί δυνατά («ταναῇ ὀπί», Κόϊντ.)
4. μακροχρόνιος («ταναοῡ γήραος», Ανθ. Παλ.)
5. πλατύς («ταναὰ χείλεα», Κόϊντ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Το επίθ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα ταν- του τείνω, αλλά το επίθημα -αFος γεννά προβλήματα. Κατά την επικρατέστερη άποψη, το επίθ. σχηματίστηκε από θ. τανα- του θηλ. τανεῖα, μέσω αμάρτυρου τ. ταναῖα (με αφομοίωση του -ει- σε -αι-, πρβλ. Πλάταια: Πλατεία) + επίθημα -Fος (πρβλ. ταλαός). Στη Μυκηναϊκή, τέλος, μαρτυρείται το ανθρωπωνύμιο tanawo].

Greek Monotonic

τᾰναός: -ή, -όν και ταναός, -όν (τείνω), τεντωμένος, μακρύς, ψηλός, υψιτενής, σε Ομήρ. Ιλ.· πλόκαμος ταναός, μακριά τσουλούφια, μπούκλες, σε Ευρ.· ταναὸς αἰθήρ, εκτεταμένος αιθέρας, στον ίδ.· ταναὸς γῆρας, μακρά γηρατειά, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰνᾰός: и
1) длинный (αἰγανέη Hom.);
2) высокий (ἀστάχυες HH);
3) долгий (γῆρας Anth.);
4) распущенный, длинный (πλόκαμος Eur.);
5) широко раскинувшийся (αἰθήρ Eur.).

Middle Liddell

τᾰναός, ή, όν τείνω
stretched, outstretched, tall, long, taper, Il.; πλόκαμος τ. long flowing locks, Eur.; τ. αἰθήρ outspread ether, Eur.; τ. γῆρας long old age, Anth.