ψευδομαρτυρία: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein

Menander, Monostichoi, 496
(4b)
(1b)
Line 36: Line 36:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ψευδομαρτῠρία:''' ἡ преимущ. pl. лжесвидетельство Isae., Arst., Lys.
|elrutext='''ψευδομαρτῠρία:''' ἡ преимущ. pl. лжесвидетельство Isae., Arst., Lys.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ψευδομαρτῠρία, ἡ,<br />false [[witness]], Dem.: [[mostly]] in gen. pl., ψευδομαρτυριῶν [[δίκη]] a [[prosecution]] for false [[witness]], Isae., etc.; ψευδομαρτυριῶν ἐπισκήπτεσθαί τινι to make [[allegation]] of [[perjury]] [[against]] one, Dem. [from [[ψευδομάρτυς]]
}}
}}

Revision as of 02:45, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψευδομαρτῠρία Medium diacritics: ψευδομαρτυρία Low diacritics: ψευδομαρτυρία Capitals: ΨΕΥΔΟΜΑΡΤΥΡΙΑ
Transliteration A: pseudomartyría Transliteration B: pseudomartyria Transliteration C: psevdomartyria Beta Code: yeudomarturi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A false witness, D.41.16 codd.; ψευδομαρτυρίαν καταγνῶναί τινος Is.12.6 codd.: ἐν ψευδομαρτυρίαις D.57.53 codd.: but mostly in gen. pl., ψευδομαρτυριῶν διάκρισις Pl. Lg.937b; -ιῶν δίκη Is.3.6; κρίσεις Arist.Pol.1263b21; -ιῶν ἑλεῖν τινα to convict, and ἁλῶναι to be convicted, of perjury, Is.5.15, And. 1.7, Lys.10.25, Aeschin.1.85; ὀφλεῖν And.1.74; -ιῶν ἐπισκήψασθαί τινι make allegation of perjury against one, D.29.7; etc. (This form is perh. always corrupt in codd. of classical authors; -ίων (gen. pl. neut., cf. sq.) shd. prob. be read for -ιῶν, and may be restored for -ίαν in D.41.16, Is.12.6; so -ίοις for -ίαις in D.57.53: των ψευδομαρτυριων is unaccented in Pap. of Hyp.Phil.12: ψευδομαρτυρια[ν is an uncertain restoration in IG5(2).357.3 (Stymphalus, iii B.C.); but the fem. form existed later, Ev.Matt.15.19, 26.59.)

German (Pape)

[Seite 1394] ἡ, falsches Zeugniß; ψευδομαρτυρίαν καταγνῶναί τινος, Einen als falschen Zeugen verurtheilen, Is. frg. 1, 6; ψευδομαρτυριῶν ἁλῶναι Andoc. 1, 7; Lys. 10, 25; Is. 5, 12. 13; ψευδομαρτυριῶν δίκην εἵλομεν 3, 4, vgl. 11, 15; ψευδομαρτυριῶν διώκων Dem. 24, 131, vgl. 29, 13, u. öfter in dieser Rede; ψευδομαρτυριῶν διάκρισις Plat. Legg. XI, 937 b.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδομαρτῠρία: ἡ ψευδὴς μαρτυρία, Δημ 1033. 1· ψευδομαρτυρίαν καταγνῶναί τινος Ἰσαίου Ἀποσπ. 1. 7· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ γεν. πληθ. ψευδομαρτυριῶν διάκρισις Πλάτ. Νόμ. 937Β· -ιῶν δίκη Ἰσαῖος 38. 15, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 12, 11· -ιῶν ἑλεῖν τινα, καταδικάζειν τινὰ ἐπὶ ψευδομαρτυρία, καὶ ἀλῶναι, καταδικάζεσθαι ὡς ἐπὶ ψευδομαρτυρίᾳ, Ἰσαῖ. 52. 32, Ἀνδοκ. 2. 4. Λυσίας 118, 18· ὀφλεῖν Ἀνδοκ. 10. 23· -ιῶν ἐπισκήπτεσθαί τινι, ἐγκαλεῖν τινα ἐπὶ ψευδομαρτυρίᾳ, Δημ. 846. ἐν τέλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
faux témoignage : ψευδομαρτυρίαν καταγνῶναί τινος IS condamner qqn pour faux témoignage.
Étymologie: ψευδομάρτυς.

English (Strong)

from ψευδομάρτυρ; untrue testimony: false witness.

English (Thayer)

ψευδομαρτυριας, ἡ, (ψευδομαρτυρέω), false testimony, false witness: Plato, Plutarch; often in the Attic orators.)

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και διαλ. τ. ψευτομαρτυριά Ν ψευδομαρτυρῶ
1. (νομ.) η εν γνώσει κατάθεση ψευδών στοιχείων ως αληθών ή η παρασιώπηση και ελλιπής κατάθεση της αλήθειας από μάρτυρα (α. «θα διωχθεί για ψευδομαρτυρία» β. «ἐκ γὰρ τῆς καρδίας ἐξέρχονται διαλογισμοὶ πονηροὶ... κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι», ΚΔ
γ. «οὐχ ἁλίσκεται ψευδομαρτυριῶν», Αριστοτ.)
2. φρ. «ψευδομαρτυριῶν δίκη»
(αττ. δίκ.) δίκη κατά την οποία ο κατηγορούμενος άλλης δίκης κατηγορούσε για ψευδορκία τους μάρτυρες κατηγορίας.

Greek Monotonic

ψευδομαρτῠρία: ἡ, ψευδής μαρτυρία, ψευδορκία, σε Δημ.· κυρίως, σε γεν. πληθ., ψευδομαρτυριῶν δίκη, αγωγή για ψευδή μαρτυρία, σε Ισαίο κ.λπ.· ψευδομαρτυριῶν ἐπισκήπτεσθαί τινι, εγκαλώ κάποιον για ψευδομαρτυρία, για ψευδορκία, σε Δημ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψευδομαρτυρία -ας, ἡ [ψευδομάρτυς] meestal plur., valse getuigenis.

Russian (Dvoretsky)

ψευδομαρτῠρία: ἡ преимущ. pl. лжесвидетельство Isae., Arst., Lys.

Middle Liddell

ψευδομαρτῠρία, ἡ,
false witness, Dem.: mostly in gen. pl., ψευδομαρτυριῶν δίκη a prosecution for false witness, Isae., etc.; ψευδομαρτυριῶν ἐπισκήπτεσθαί τινι to make allegation of perjury against one, Dem. [from ψευδομάρτυς