μειαγωγός: Difference between revisions
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
(5) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μειᾰγωγός:''' -όν ([[μεῖον]], [[ἄγω]]), [[φέρνω]] για [[ζύγισμα]] το [[πρόβατο]] ([[μεῖον]]) που προορίζεται για [[θυσία]], σε Εύπολ. | |lsmtext='''μειᾰγωγός:''' -όν ([[μεῖον]], [[ἄγω]]), [[φέρνω]] για [[ζύγισμα]] το [[πρόβατο]] ([[μεῖον]]) που προορίζεται για [[θυσία]], σε Εύπολ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μει-ᾰγωγός, όν [[μεῖον]], ἄγω]<br />[[bringing]] the [[sacrificial]] [[lamb]] ([[μεῖον]]) to be weighed, Eupol. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:40, 10 January 2019
English (LSJ)
ὁ
A, ὥσπερ μ. ἑστιῶν <τὴν πόλιν> Eup.116.
German (Pape)
[Seite 115] der den φράτορες ein Opferthier darbringt, s. μεῖον, Eupol. bei Harpocr.
Greek (Liddell-Scott)
μειᾰγωγός: -όν, (μεῖον, ἄγω) ὁ ἄγων τὸν πρὸς θυσίαν ἀμνὸν (μεῖον, ὃ ἴδε) εἰς τοὺς φράτορας ὅπως ζυγισθῇ, ὥσπερ μ. ἱστάνων Εὔβουλ. ἐν «Δήμ.» 1 (ἴδε Meineke 5, σελ. 36)· - ἐντεῦθεν μειαγωγέω, ἄγω τὸν ἀμνὸν εἰς τοὺς φράτορας ὅπως ζυγισθῇ ἐνώπιον αὐτῶν, καὶ μεταφορ., μ. τὴν τραγῳδίαν, ζυγίζω αὐτὴν ὡς ζυγίζουσι τοὺς ἀμνούς, Ἀριστοφ. Βάτρ. 798· - μειαγωγία, ἡ, Σουΐδ.· Κατὰ τὸν Ἁρποκρ. «μεῖον καὶ μειαγωγός: Ἰσαῖος ἐν τῷ πρὸς Στρατοκλέα ‘παρέστησε μεῖον’· θῦμά ἐστιν ὃ τοῖς φράτορσι παρεῖχον οἱ τοὺς παῖδας εἰσάγοντες εἰς τούτους. Ἐρατοσθένης δὲ ἐν τοῖς περὶ κωμῳδίας φησὶν οὕτως ‘νόμου ὄντος μὴ μεῖον εἰσάγειν ὡρισμένου τινός, ἐπισκώπτοντες μετὰ παιδιᾶς πάντα τὸν εἰσάγοντα, μεῖον ἔφασαν εἰσάγειν, ὅθεν τὸ μὲν ἱερεῖον μεῖον προσηγορεύθη, μειαγωγὸς δὲ ὁ εἰσάγων’. Ἀπολλόδωρος ἐν τοῖς περὶ θεῶν ‘οἱ φράτορες’, φησίν, ‘ἵνα μείζονας νέμωνται μερίδας, ἐφώνουν ἑστῶτες, ἱστάνειν δεῖν, μεῖον γάρ ἐστι’.»
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui offre la victime μεῖον, pour la réception d’un enfant dans une confrérie.
Étymologie: μείων, ἀγωγός.
Greek Monolingual
μειαγωγός, -όν (Α)
αυτός που οδηγούσε το αρνί, που επρόκειτο να θυσιαστεί, στους φράτορες για να ζυγιστεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεῖον (ΙΙ) «πρόβατο που θυσιαζόταν στη γιορτή τών Απατουρίων» + ἀγωγός (πρβλ. παιδ-αγωγός)].
Greek Monotonic
μειᾰγωγός: -όν (μεῖον, ἄγω), φέρνω για ζύγισμα το πρόβατο (μεῖον) που προορίζεται για θυσία, σε Εύπολ.
Middle Liddell
μει-ᾰγωγός, όν μεῖον, ἄγω]
bringing the sacrificial lamb (μεῖον) to be weighed, Eupol.