παρίσωσις: Difference between revisions
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
(3b) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πᾰρίσωσις:''' εως (ῐ) ἡ рит. одинаковое построение частей предложения Isocr., Arst. | |elrutext='''πᾰρίσωσις:''' εως (ῐ) ἡ рит. одинаковое построение частей предложения Isocr., Arst. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[παρίσωσις]], εως, [[παρισόω]]<br />an [[even]] [[balancing]] of the clauses in a [[sentence]], Isocr. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:25, 10 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ, Rhet.,
A even balancing of the clauses in a sentence, Isoc.12.2 (pl.), cf. Arist. Rh. 1410a23, Rh.Al. 1435b39, Hermog.Id.1.11 ; of clauses equal in number of syllables, ib. 12 ; assonance, Syrian. in Hermog.1.51 R. (pl.). II equalization, lamb.Myst.1.9.
German (Pape)
[Seite 524] ἡ, Gleichmachung, bes. in der Rhetorik, = παρίσωμα, B. A. 295, 31 erkl. εἶδος σχήματος, ὃ καλεῖται καὶ ὁμοιόπτωτον καὶ ὁμοιοτέλευτον; vgl. Isocr. 12, 2; Arist. rhet. 3, 9 u. Sp., wie Luc. D. Mort. 10, 10 Dem. enc. 8.
Greek (Liddell-Scott)
παρίσωσις: ἡ, ἐν τῇ Ρητορικῇ, τὸ καθιστάνειν τὰς προτάσεις περιόδου τινὸς ἢ κώλου παρίσους, Ἰσοκρ. 233Β, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 9, Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 28. ― Κατὰ τὸ Ρητορ. Λεξικ. ἐν σ. 295, 31, ἡ παρίσωσις εἶναι «εἶδος σχήματος, ὃ καλεῖται καὶ ὁμοιόπτωτον καὶ ὁμοιοτέλευτον».
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
correspondance de sons ou de membres de phrase semblables.
Étymologie: παρισόω.
Greek Monolingual
ἡ, Α παρισώ
1. (κατά το Ρητ. Λεξικό) «εἶδος σχήματος, ὅ καλεῑται καὶ ὁμοιόπτωτον καὶ ὁμοιοτέλευτον»
2. (ρητ.) το να κατασκευάζει κανείς πάρισες τις προτάσεις μιας περιόδου ή ημιπεριόδου
3. ημιπερίοδοι λόγου ίσες κατά τον αριθμό τών συλλαβών
4. συνήχηση
5. εξίσωση.
Greek Monotonic
παρίσωσις: ἡ (παρισόω), σχηματισμός προτάσεων περιόδου με ομοιοκαταληξία ή ισοδυναμία συλλαβών, σε Ισοκρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρίσωσις -εως, ἡ [παρισόω] ret. parisosis:. παρίσωσις δὲ ἐὰν ἴσα τὰ κῶλα parisosis is wanneer de zinsdelen even lang zijn Aristot. Rh. 1410a23.
Russian (Dvoretsky)
πᾰρίσωσις: εως (ῐ) ἡ рит. одинаковое построение частей предложения Isocr., Arst.
Middle Liddell
παρίσωσις, εως, παρισόω
an even balancing of the clauses in a sentence, Isocr.