ῥωχμός: Difference between revisions

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
(1b)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[ῥωγμός]], ὁ, Α<br />[[ρήγμα]], [[σχισμή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ῥωκ</i>-<i>σμός</i>, με σίγηση του -<i>σ</i>- και [[τροπή]] του άηχου -<i>κ</i>- σε δασύ -<i>χ</i>- <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥωγ</i>- του [[ῥήγνυμι]] (<b>πρβλ.</b> <i>ῥώξ</i>, <i>ῥωγός</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>σμός</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἰωχμός]]). Ο τ. [[ῥωγμός]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ῥωγ</i>- του [[ῥήγνυμι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μός</i>].———————— <b>(II)</b><br />και [[ῥοχμός]] και [[ῥωγμός]] και [[ῥογμός]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[θορυβώδης]] [[αναπνοή]], [[ροχάλισμα]]<br /><b>2.</b> το [[ρέψιμο]] («ῥωχμοὶ τῶν τροφῶν ἀποσεσαγμέναι», Κλήμ. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥώχω]]. Ο τ. [[ῥωχμός]] εμφανίζει και παρλλ. τύπους [[ῥωγμός]] και [[ῥοχμός]] και [[ῥογμός]], που ερμηνεύονται ώς προϊόντα ονοματοποιίας (<b>βλ. λ.</b> [[ρέγχω]])].
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[ῥωγμός]], ὁ, Α<br />[[ρήγμα]], [[σχισμή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ῥωκ</i>-<i>σμός</i>, με σίγηση του -<i>σ</i>- και [[τροπή]] του άηχου -<i>κ</i>- σε δασύ -<i>χ</i>- <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥωγ</i>- του [[ῥήγνυμι]] (<b>πρβλ.</b> <i>ῥώξ</i>, <i>ῥωγός</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>σμός</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἰωχμός]]). Ο τ. [[ῥωγμός]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ῥωγ</i>- του [[ῥήγνυμι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μός</i>].<br /><b>(II)</b><br />και [[ῥοχμός]] και [[ῥωγμός]] και [[ῥογμός]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[θορυβώδης]] [[αναπνοή]], [[ροχάλισμα]]<br /><b>2.</b> το [[ρέψιμο]] («ῥωχμοὶ τῶν τροφῶν ἀποσεσαγμέναι», Κλήμ. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥώχω]]. Ο τ. [[ῥωχμός]] εμφανίζει και παρλλ. τύπους [[ῥωγμός]] και [[ῥοχμός]] και [[ῥογμός]], που ερμηνεύονται ώς προϊόντα ονοματοποιίας (<b>βλ. λ.</b> [[ρέγχω]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:30, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥωχμός Medium diacritics: ῥωχμός Low diacritics: ρωχμός Capitals: ΡΩΧΜΟΣ
Transliteration A: rhōchmós Transliteration B: rhōchmos Transliteration C: rochmos Beta Code: r(wxmo/s

English (LSJ)

(A), ὁ, (ῥώξ A)

   A cleft, ῥ. ἔην γαίης a runnel or gutter scooped out by heavy rains, Il.23.420, cf. A.R.4.1545, Bion Fr.1, Opp.C.3.323; τῆς πέτρας Plu. Crass.4; οἱ ἀπὸ τῶν σεισμῶν ῥ. Str.8.5.7.
ῥωχ-μός (B), ὁ,

   A wkeezing, Aret.SD1.11 (written ῥωγμός), Aët.6.3 (written ῥοχμός); gloss on ῥέγχος, Erot.; written ῥογμός in Cael.Aur.CP2.27; ῥογχός, ib. 10.

German (Pape)

[Seite 855] ὁ, 1) der Riß, Ritz, Spalt; γαίης, ein durch Regengüsse entstandener Erdspalt, Il. 23, 420; πέτρας, Plut. Crass. 4; übertr., die Runzel, Marc. Sid. 79. – 2) bei den Aerzten = ῥόγχος, von ῥέγχω, auch ῥωγμός geschrieben.

Greek (Liddell-Scott)

ῥωχμός: -οῦ, ὁ, (ῥὼξ) ὡς τὸ ῥῆγμα, «σχισμάδα», ῥωχμὸς ἔην γαίης, σχίσμα γῆς προξενηθὲν ἐκ ῥαγδαίας βροχῆς, «τόπος κεχαραγμένος ὑπὸ ὀμβρίου ὕδατος» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 420 πρβλ. Ὀππ. Κυν. 3. 323· τῆς πέτρας Πλουτ. Κράσσ. 4· οἱ ἀπὸ τῶν σεισμῶν ῥωγμοὶ Στράβ. 567· πρβλ. ῥωγμή.

French (Bailly abrégé)

1οῦ (ὁ) :
fente, crevasse.
Étymologie: ῥήγνυμι.

English (Autenrieth)

(ῥώξ): place gullied out, hollow, Il. 23.420†.

Greek Monolingual

(I)
και ῥωγμός, ὁ, Α
ρήγμα, σχισμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥωκ-σμός, με σίγηση του -σ- και τροπή του άηχου -κ- σε δασύ -χ- < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ- του ῥήγνυμι (πρβλ. ῥώξ, ῥωγός) + επίθημα -σμός (πρβλ. ἰωχμός). Ο τ. ῥωγμός < θ. ῥωγ- του ῥήγνυμι + κατάλ. -μός].
(II)
και ῥοχμός και ῥωγμός και ῥογμός, ὁ, Α
1. θορυβώδης αναπνοή, ροχάλισμα
2. το ρέψιμο («ῥωχμοὶ τῶν τροφῶν ἀποσεσαγμέναι», Κλήμ. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥώχω. Ο τ. ῥωχμός εμφανίζει και παρλλ. τύπους ῥωγμός και ῥοχμός και ῥογμός, που ερμηνεύονται ώς προϊόντα ονοματοποιίας (βλ. λ. ρέγχω)].

Greek Monotonic

ῥωχμός: -οῦ, ὁ (ῥώξ), ρήγμα, σχισμάδα· ῥωχμὸς γαίης, τάφρος, χαντάκι δημιουργημένο από ραγδαία, καταρρακτώδη βροχή, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ῥωχμός: ὁ трещина, расселина (γαίης Hom.; τῆς πέτρας Plut.).

Frisk Etymological English

See also: s. ῥήγνυμι.

Middle Liddell

ῥωχμός, οῦ, ὁ, [ῥώξ]
a cleft, ῥωχμὸς γαίης a gutter scooped out by heavy rains, Il.