καταστατικός: Difference between revisions

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
(1ab)
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[καταστατικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ιδρύει, που ρυθμίζει μια [[κατάσταση]] ή που αναφέρεται σε κάποια [[κατάσταση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[καταστατικός]] [[χάρτης]]» — ο [[οργανικός]] [[νόμος]] με τον οποίο ιδρύεται [[κάτι]] («[[καταστατικός]] [[χάρτης]] του ΟΗΕ»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[καταστατικό]]<br />το [[σύνολο]] τών έγγραφων κανόνων που προσδιορίζουν την [[ταυτότητα]] και τον σκοπό και διέπουν την [[οργάνωση]] και [[λειτουργία]] ενός νομικού προσώπου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] στο να καθησυχάζει, να καταπραΰνει<br /><b>2.</b> [[αποκαταστατικός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo καταστατικόν</i><br />α) (για τους ρυθμούς και τα τραγούδια τών Λακώνων) η [[δύναμη]] για [[καταπράυνση]]<br />β) η [[υποχρέωση]] του τραπεζίτη για [[ζύγιση]] τών νομισμάτων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[καταστατικῶς]] (Α)<br />με αφηγηματικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καταστατός</i> «θεσμοποιημένος», ρημ. επίθ. του [[καθίστημι]] που μαρτυρείται μόνο στο ουδ. [[γένος]]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[καταστατικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ιδρύει, που ρυθμίζει μια [[κατάσταση]] ή που αναφέρεται σε κάποια [[κατάσταση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[καταστατικός]] [[χάρτης]]» — ο [[οργανικός]] [[νόμος]] με τον οποίο ιδρύεται [[κάτι]] («[[καταστατικός]] [[χάρτης]] του ΟΗΕ»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[καταστατικό]]<br />το [[σύνολο]] τών έγγραφων κανόνων που προσδιορίζουν την [[ταυτότητα]] και τον σκοπό και διέπουν την [[οργάνωση]] και [[λειτουργία]] ενός νομικού προσώπου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] στο να καθησυχάζει, να καταπραΰνει<br /><b>2.</b> [[αποκαταστατικός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo καταστατικόν</i><br />α) (για τους ρυθμούς και τα τραγούδια τών Λακώνων) η [[δύναμη]] για [[καταπράυνση]]<br />β) η [[υποχρέωση]] του τραπεζίτη για [[ζύγιση]] τών νομισμάτων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[καταστατικῶς]] (Α)<br />με αφηγηματικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καταστατός</i> «θεσμοποιημένος», ρημ. επίθ. του [[καθίστημι]] που μαρτυρείται μόνο στο ουδ. [[γένος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:25, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστᾰτικός Medium diacritics: καταστατικός Low diacritics: καταστατικός Capitals: ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: katastatikós Transliteration B: katastatikos Transliteration C: katastatikos Beta Code: katastatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A fitted for calming, ἔννοιαι Eust.1041.20; τὸ κ. power to calm, of music, Plu.Lyc.4; cf. καταστηματικός 11.    2 = ἀποκαταστατικός 1, μοῖρα τοῦ Ἡλίου Rhetor. in Cat.Cod.Astr.8(1).247.    3 -κόν, τό, perh. banker's charge for weighing, PPetr.3p.191 (iii B.C.). Adv. -κῶς, = ἀνηπλωμένως καὶ ἀφηγηματικῶς, Aps. p.243 H., al.: Comp. -ώτερον, διηγεῖσθαι Sch.E.Hipp.392; διαβάλλειν ib.616.

Greek (Liddell-Scott)

καταστατικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς καταπράϋνσιν ἢ καθησύχασιν, κ. καὶ ἀναπαύουσαι ἔννοιαι Εὐστ. 1041. 20· τὸ κ., ἡ πρὸς καταπράϋνσιν δύναμις, ἐπὶ τῶν ᾀσμάτων καὶ τῶν ῥυθμῶν τῶν Λακώνων, πολὺ τὸ κόσμιον ἐχόντων καὶ κ. ὧν ἀκροώμενοι κατεπραΰνοντο λεληθότως τὰ ἤθη Πλουτ. Λυκοῦργ. 4. ΙΙ. ὡρισμένος, ὅρος καὶ καμπτὴρ κ. Εὐσ. Ἐγκ. Κωνστ. 6.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui a la vertu d’arrêter, de calmer.
Étymologie: καθίστημι.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α καταστατικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. αυτός που ιδρύει, που ρυθμίζει μια κατάσταση ή που αναφέρεται σε κάποια κατάσταση
2. φρ. «καταστατικός χάρτης» — ο οργανικός νόμος με τον οποίο ιδρύεται κάτικαταστατικός χάρτης του ΟΗΕ»)
3. το ουδ. ως ουσ. το καταστατικό
το σύνολο τών έγγραφων κανόνων που προσδιορίζουν την ταυτότητα και τον σκοπό και διέπουν την οργάνωση και λειτουργία ενός νομικού προσώπου
αρχ.
1. ο κατάλληλος στο να καθησυχάζει, να καταπραΰνει
2. αποκαταστατικός
3. το ουδ. ως ουσ. τo καταστατικόν
α) (για τους ρυθμούς και τα τραγούδια τών Λακώνων) η δύναμη για καταπράυνση
β) η υποχρέωση του τραπεζίτη για ζύγιση τών νομισμάτων.
επίρρ...
καταστατικῶς (Α)
με αφηγηματικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταστατός «θεσμοποιημένος», ρημ. επίθ. του καθίστημι που μαρτυρείται μόνο στο ουδ. γένος].

Greek Monotonic

καταστᾰτικός: -ή, -ὸν (καθίστημι), κατάλληλος προς καταπράυνση· τὸ κ., ικανότητα προς καταπράυνση, λέγεται για μουσική, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

καταστᾰτικός: успокаивающий, унимающий, утоляющий: τὸ καταστατικόν Plut. успокаивающее действие.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταστατικός -ή -όν [καθίστημι] kalmerend.

Middle Liddell

καταστᾰτικός, ή, όν καθίστημι
fitted for calming: τὸ κ. a power to calm, of music, Plut.