παρασιτικός: Difference between revisions
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
(1ba) |
m (Text replacement - ">" to ">") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[παρασιτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[παράσιτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[παράσιτο]] ή έχει χαρακτήρα παρασίτου («[[παρασιτικός]] [[βίος]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που οφείλεται σε παράσιτα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «παρασιτική [[νόσος]]» και «παρασιτική [[ασθένεια]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[νόσος]] που προκαλείται από [[παράσιτο]], [[παρασίτωση]]<br /><b>4.</b> <b>γραμμ.</b> «παρασιτικό [[φώνημα]]» — ο [[συνοδίτης]] ή [[βοηθητικός]] [[φθόγγος]] που επεντίθεται για [[διευκόλυνση]] της προφοράς, όπως λ.χ. [[καπνός]] | |mltxt=-ή, -ό / [[παρασιτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[παράσιτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[παράσιτο]] ή έχει χαρακτήρα παρασίτου («[[παρασιτικός]] [[βίος]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που οφείλεται σε παράσιτα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «παρασιτική [[νόσος]]» και «παρασιτική [[ασθένεια]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[νόσος]] που προκαλείται από [[παράσιτο]], [[παρασίτωση]]<br /><b>4.</b> <b>γραμμ.</b> «παρασιτικό [[φώνημα]]» — ο [[συνοδίτης]] ή [[βοηθητικός]] [[φθόγγος]] που επεντίθεται για [[διευκόλυνση]] της προφοράς, όπως λ.χ. [[καπνός]] > <i>καπ</i>(<i>ι</i>)<i>νός</i><br /><b>5.</b> <b>βιολ.</b> «[[παρασιτικός]] [[ευνουχισμός]]» — [[διακοπή]] της ανάπτυξης και της λειτουργίας τών αναπαραγωγικών οργάνων του ξενιστή, [[ατροφία]] τών γονάδων του ή [[ακόμη]] και [[τροποποίηση]] τών δευτερευόντων φυλετικών χαρακτηριστικών του, η οποία οδηγεί στην [[εμφάνιση]] μεσοφυλίας, ως [[άλλη]] [[μορφή]] επιβλαβούς επίδρασης τών παρασίτων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ παρασιτική</i><br />(ενν. [[τέχνη]]) η [[συνήθεια]] του παρασίτου, το να σιτίζεται [[κανείς]] από το [[τραπέζι]] άλλου, [[παρασιτισμός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παρασιτικώς</i> και -<i>ά</i><br />[[κατά]] τρόπο που αρμόζει σε [[παράσιτο]], εις [[βάρος]] άλλου («ζει παρασιτικά»). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:25, 15 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A of a παράσιτος : ἡ -κή (τέχνη) the trade of a παράσιτος, toad-eating, ib.4 ; in full, Ath.6.240b.
German (Pape)
[Seite 498] ή, όν, zur Schmarotzerei oder zum Schmarotzer gehörig; τέχνη, die Schmarotzerkunst, Ath. VI, 240 c; Luc. Paras. oft.
Greek (Liddell-Scott)
παρασῑτῐκός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς παράσιτον· - ἡ παρασιτικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), τὸ ἐπάγγελμα τοῦ παρασίτου, τὸ σιτεῖσθαι ἐκ τῆς τραπέζης ἑτέρου, Λουκ. Παράσ. 4, Ἀθήν. 240Β· πρβλ. τὸ ἑπόμ.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui concerne les parasites ou le métier de parasite.
Étymologie: παράσιτος.
Greek Monolingual
-ή, -ό / παρασιτικός, -ή, -όν, ΝΑ παράσιτος
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο παράσιτο ή έχει χαρακτήρα παρασίτου («παρασιτικός βίος»)
2. αυτός που οφείλεται σε παράσιτα
3. φρ. «παρασιτική νόσος» και «παρασιτική ασθένεια»
ιατρ. νόσος που προκαλείται από παράσιτο, παρασίτωση
4. γραμμ. «παρασιτικό φώνημα» — ο συνοδίτης ή βοηθητικός φθόγγος που επεντίθεται για διευκόλυνση της προφοράς, όπως λ.χ. καπνός > καπ(ι)νός
5. βιολ. «παρασιτικός ευνουχισμός» — διακοπή της ανάπτυξης και της λειτουργίας τών αναπαραγωγικών οργάνων του ξενιστή, ατροφία τών γονάδων του ή ακόμη και τροποποίηση τών δευτερευόντων φυλετικών χαρακτηριστικών του, η οποία οδηγεί στην εμφάνιση μεσοφυλίας, ως άλλη μορφή επιβλαβούς επίδρασης τών παρασίτων
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ παρασιτική
(ενν. τέχνη) η συνήθεια του παρασίτου, το να σιτίζεται κανείς από το τραπέζι άλλου, παρασιτισμός.
επίρρ...
παρασιτικώς και -ά
κατά τρόπο που αρμόζει σε παράσιτο, εις βάρος άλλου («ζει παρασιτικά»).
Greek Monotonic
παρασῑτῐκός: -ή, -όν, αυτός που ταιριάζει σε παράσιτον· ἡ -κή (ενν. τέχνη), η ιδιότητα του παρασίτου, κολακεία, σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρασιτικός -ή -όν [παράσιτος] van een parasiet; subst. ἡ\n παρασιτική ( sc. τέχνη ) vak van parasiet.
Middle Liddell
παρασῑτῐκός, ή, όν
of a παράσιτος: ἡ -κή (sc. τέχνἠ, the trade of a παράσιτος, toad-eating, Luc. [from παράσῑτος]