άρχοντας: Difference between revisions
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.") |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (θηλ. αρχόντισσα, η) (AM [[ἄρχων]], [-οντος])<br /><b>1.</b> ο [[ηγεμόνας]] ή ο [[κυβερνήτης]] («[[ἄρχων]]», «[[ἄρχων]] Ασίας», <b>Αισχ.</b>) (παροιμ., «Το βλάχο κάναν άρχοντα κι αυτός γύρευε ρείκια» — για νεόπλουτο ή κάποιον που ανέβηκε σε [[αξίωμα]] [[χωρίς]] να το αξίζει και όμως δεν ξεχνά τις παλιές του συνήθειες)<br /><b>2.</b> ο [[αξιωματούχος]], αυτός που κατέχει κάποιο υψηλό [[αξίωμα]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ευγενής]], ο [[προύχοντας]]<br /><b>2.</b> η σημαίνουσα [[προσωπικότητα]]<br /><b>3.</b> ο [[πλούσιος]]<br /><b>4.</b> ο [[ιδιοκτήτης]], ο [[κύριος]]<br /><b>5.</b> <b>ως επίθ.</b> «η άρχουσα [[τάξη]]» — η ανώτερη [[τάξη]] οικονομικά, [[πολιτικά]] [[είτε]] κοινωνικά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (σε τιμητική [[προσφώνηση]]) «άρχοντα μου»<br /><b>2.</b> ο [[σύζυγος]] (<i>αρχόντισσα</i><br />η [[σύζυγος]])<br /><b>3.</b> <i>οι αρχόντισσες</i><br />οι νεράιδες<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ανώτατος]] [[κρατικός]] ή [[εκκλησιαστικός]] [[λειτουργός]]<br /><b>2.</b> [[δικαστής]]<br /><b>3.</b> [[άγγελος]] ή [[διάβολος]] («ὁ [[ἄρχων]] | |mltxt=ο (θηλ. αρχόντισσα, η) (AM [[ἄρχων]], [-οντος])<br /><b>1.</b> ο [[ηγεμόνας]] ή ο [[κυβερνήτης]] («[[ἄρχων]]», «[[ἄρχων]] Ασίας», <b>Αισχ.</b>) (παροιμ., «Το βλάχο κάναν άρχοντα κι αυτός γύρευε ρείκια» — για νεόπλουτο ή κάποιον που ανέβηκε σε [[αξίωμα]] [[χωρίς]] να το αξίζει και όμως δεν ξεχνά τις παλιές του συνήθειες)<br /><b>2.</b> ο [[αξιωματούχος]], αυτός που κατέχει κάποιο υψηλό [[αξίωμα]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ευγενής]], ο [[προύχοντας]]<br /><b>2.</b> η σημαίνουσα [[προσωπικότητα]]<br /><b>3.</b> ο [[πλούσιος]]<br /><b>4.</b> ο [[ιδιοκτήτης]], ο [[κύριος]]<br /><b>5.</b> <b>ως επίθ.</b> «η άρχουσα [[τάξη]]» — η ανώτερη [[τάξη]] οικονομικά, [[πολιτικά]] [[είτε]] κοινωνικά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (σε τιμητική [[προσφώνηση]]) «άρχοντα μου»<br /><b>2.</b> ο [[σύζυγος]] (<i>αρχόντισσα</i><br />η [[σύζυγος]])<br /><b>3.</b> <i>οι αρχόντισσες</i><br />οι νεράιδες<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ανώτατος]] [[κρατικός]] ή [[εκκλησιαστικός]] [[λειτουργός]]<br /><b>2.</b> [[δικαστής]]<br /><b>3.</b> [[άγγελος]] ή [[διάβολος]] («ὁ [[ἄρχων]] τοῦ κόσμου τούτου» — ο Σατανάς)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>πληθ.</b><br /><b>1.</b> οι [[εννέα]] άρχοντες των Αθηνών<br /><b>2.</b> οι έφοροι της Σπάρτης<br /><b>3.</b> [[τίτλος]] των Ρωμαίων υπάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[άρχων]] [[είναι]] ουσιαστικοποιημένη μτχ. του ρ. [[άρχω]], αντικατέστησε δε στην ιων. αττ. τον τ. [[άρχος]] (<b>πρβλ.</b> και [[προύχων]], [[προύχοντας]] <span style="color: red;"><</span> [[προέχω]], [[προεστός]] <span style="color: red;"><</span> [[προεστώς]] <span style="color: red;"><</span> [[προΐσταμαι]] <b>κ.λπ.</b>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αρχοντικός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αρχοντιώ]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[αρχονταίνω]], [[αρχοντάρης]], [[αρχοντεύω]], <i>αρχοντία</i> (-<i>ιά</i>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αρχοντιλίκι]], [[αρχοντόπουλο]], [[άρχος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αρχοντάνθρωπος]], [[αρχοντογενιά]], <i>αρχοντογεννημένος</i>, [[αρχοντογυναίκα]], [[αρχοντοθυγατέρα]], [[αρχοντοθρεμμένος]], [[αρχοντοκαμωμένος]], [[αρχοντοκόρη]], [[αρχοντολόι]], [[αρχοντομαθαίνω]], [[αρχοντονιός]], <i>αρχοντονοικοκύρης</i>, <i>αρχοντοξεπεσμένος</i>, [[αρχοντοπαίδι]] και -<i>παιδο</i>, [[αρχοντοπιάνομαι]], [[αρχοντόσπιτο]], [[αρχοντοχωριάτης]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 15 February 2019
Greek Monolingual
ο (θηλ. αρχόντισσα, η) (AM ἄρχων, [-οντος])
1. ο ηγεμόνας ή ο κυβερνήτης («ἄρχων», «ἄρχων Ασίας», Αισχ.) (παροιμ., «Το βλάχο κάναν άρχοντα κι αυτός γύρευε ρείκια» — για νεόπλουτο ή κάποιον που ανέβηκε σε αξίωμα χωρίς να το αξίζει και όμως δεν ξεχνά τις παλιές του συνήθειες)
2. ο αξιωματούχος, αυτός που κατέχει κάποιο υψηλό αξίωμα
μσν.- νεοελλ.
1. ο ευγενής, ο προύχοντας
2. η σημαίνουσα προσωπικότητα
3. ο πλούσιος
4. ο ιδιοκτήτης, ο κύριος
5. ως επίθ. «η άρχουσα τάξη» — η ανώτερη τάξη οικονομικά, πολιτικά είτε κοινωνικά
νεοελλ.
1. (σε τιμητική προσφώνηση) «άρχοντα μου»
2. ο σύζυγος (αρχόντισσα
η σύζυγος)
3. οι αρχόντισσες
οι νεράιδες
μσν.
1. ανώτατος κρατικός ή εκκλησιαστικός λειτουργός
2. δικαστής
3. άγγελος ή διάβολος («ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου» — ο Σατανάς)
αρχ.
πληθ.
1. οι εννέα άρχοντες των Αθηνών
2. οι έφοροι της Σπάρτης
3. τίτλος των Ρωμαίων υπάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. άρχων είναι ουσιαστικοποιημένη μτχ. του ρ. άρχω, αντικατέστησε δε στην ιων. αττ. τον τ. άρχος (πρβλ. και προύχων, προύχοντας < προέχω, προεστός < προεστώς < προΐσταμαι κ.λπ.).
ΠΑΡ. αρχοντικός
μσν.
αρχοντιώ
μσν.- νεοελλ.
αρχονταίνω, αρχοντάρης, αρχοντεύω, αρχοντία (-ιά)
νεοελλ.
αρχοντιλίκι, αρχοντόπουλο, άρχος.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αρχοντάνθρωπος, αρχοντογενιά, αρχοντογεννημένος, αρχοντογυναίκα, αρχοντοθυγατέρα, αρχοντοθρεμμένος, αρχοντοκαμωμένος, αρχοντοκόρη, αρχοντολόι, αρχοντομαθαίνω, αρχοντονιός, αρχοντονοικοκύρης, αρχοντοξεπεσμένος, αρχοντοπαίδι και -παιδο, αρχοντοπιάνομαι, αρχοντόσπιτο, αρχοντοχωριάτης].