καθαίρεση: Difference between revisions
καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλον ἢ νικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)
(18) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[καθαίρεσις]]) [[καθαιρῶ]]<br />[[αφαίρεση]] αξιώματος, [[έκπτωση]], [[έξωση]], [[απομάκρυνση]] από [[αξίωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «στρατιωτική [[καθαίρεση]]» — [[αφαίρεση]] στρατιωτικού αξιώματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατεδάφιση]], [[κατακρήμνιση]], [[γκρέμισμα]] («περὶ δὲ τῶν τειχών της καθαιρέσεως οὐδεὶς ἐβούλετο συμβουλεύειν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κατάπτωση]] («ἀναστήσωμεν τὴν καθαίρεσιν | |mltxt=η (AM [[καθαίρεσις]]) [[καθαιρῶ]]<br />[[αφαίρεση]] αξιώματος, [[έκπτωση]], [[έξωση]], [[απομάκρυνση]] από [[αξίωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «στρατιωτική [[καθαίρεση]]» — [[αφαίρεση]] στρατιωτικού αξιώματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατεδάφιση]], [[κατακρήμνιση]], [[γκρέμισμα]] («περὶ δὲ τῶν τειχών της καθαιρέσεως οὐδεὶς ἐβούλετο συμβουλεύειν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κατάπτωση]] («ἀναστήσωμεν τὴν καθαίρεσιν τοῦ λαοῡ ἡμῶν», ΠΔ)<br /><b>3.</b> [[υποδούλωση]], [[καθυπόταξη]]<br /><b>4.</b> [[καταστροφή]], [[φόνος]], [[σφαγή]]<br /><b>5.</b> [[ελάττωση]], [[μείωση]]<br /><b>6.</b> [[κατάλυση]], [[ανατροπή]]<br /><b>7.</b> [[αδυνάτισμα]], [[απίσχνανση]] («[[καθαίρεσις]] τῶν σωμάτων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>8.</b> [[κατέβασμα]] από τον ουρανό, δηλ. [[έκλειψη]] του Ηλίου ή της Σελήνης)<br /><b>9.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ καθαιρέσεις</i><br />τα ερείπια. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 15 February 2019
Greek Monolingual
η (AM καθαίρεσις) καθαιρῶ
αφαίρεση αξιώματος, έκπτωση, έξωση, απομάκρυνση από αξίωμα
νεοελλ.
φρ. «στρατιωτική καθαίρεση» — αφαίρεση στρατιωτικού αξιώματος
αρχ.
1. κατεδάφιση, κατακρήμνιση, γκρέμισμα («περὶ δὲ τῶν τειχών της καθαιρέσεως οὐδεὶς ἐβούλετο συμβουλεύειν», Ξεν.)
2. μτφ. κατάπτωση («ἀναστήσωμεν τὴν καθαίρεσιν τοῦ λαοῡ ἡμῶν», ΠΔ)
3. υποδούλωση, καθυπόταξη
4. καταστροφή, φόνος, σφαγή
5. ελάττωση, μείωση
6. κατάλυση, ανατροπή
7. αδυνάτισμα, απίσχνανση («καθαίρεσις τῶν σωμάτων», Αριστοτ.)
8. κατέβασμα από τον ουρανό, δηλ. έκλειψη του Ηλίου ή της Σελήνης)
9. στον πληθ. αἱ καθαιρέσεις
τα ερείπια.