τηλεθάω: Difference between revisions

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source
(1b)
(2b)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τηλεθάω]], [lengthd. for [[θάλλω]], cf. [[τέθηλα]] [[mostly]] in pres. [[part]].]<br />[[luxuriant]]-growing, [[blooming]], [[flourishing]], ὕλη τηλεθόωσα Il.; ἐλαῖαι τηλεθόωσαι Od.; [[χαίτη]] τηλεθόωσα [[luxuriant]] [[hair]], Il.
|mdlsjtxt=[[τηλεθάω]], [lengthd. for [[θάλλω]], cf. [[τέθηλα]] [[mostly]] in pres. [[part]].]<br />[[luxuriant]]-growing, [[blooming]], [[flourishing]], ὕλη τηλεθόωσα Il.; ἐλαῖαι τηλεθόωσαι Od.; [[χαίτη]] τηλεθόωσα [[luxuriant]] [[hair]], Il.
}}
{{FriskDe
|ftr='''τηλεθάω''': {tēletháō}<br />'''See also''': s. [[θάλλω]].<br />'''Page''' 2,892
}}
}}

Revision as of 15:55, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τηλεθάω Medium diacritics: τηλεθάω Low diacritics: τηλεθάω Capitals: ΤΗΛΕΘΑΩ
Transliteration A: tēletháō Transliteration B: tēlethaō Transliteration C: tilethao Beta Code: thleqa/w

English (LSJ)

lengthd. for θάλλω (cf. τέθηλα, θηλέω, θαλέθω), used only in pres., and (exc. in Theoc.Ep.4.6, and late Ep., as D.P. 836) only in part.,

   A luxuriant, flourishing, ὕλη τηλεθόωσα Il.6.148; ἔρνος τηλεθάον 17.55; ἐλαῖαι τηλεθόωσαι Od.11.590; δένδρεα τηλεθόωντα 7.114: metaph., παῖδες τηλεθάοντες blooming sons, Il.22. 423; χαίτη τηλεθόωσα luxuriant hair, 23.142; ἄστεα τηλεθάοντα Emp. 112.7: c. dat., κισσὸς ἄνθεσι τ. blooming with flowers, h.Hom.7.41.

German (Pape)

[Seite 1106] verlängerte Form für θάλλω (aus τέθηλα für θηλετάω), nur episch und nur im partic. praes., τηλεθάων oder τηλεθόων, reichlich grünend, blühend; mit ἐριθηλής vrbdn, Il. 17, 55 ἐριθηλὲς ἔρνος ἐλαίης, καλὸν τηλεθάον; ἐλαῖαι τηλεθόωσαι Od. 7, 116. 11, 590; δένδρεα τηλεθόωντα Od. 7, 114. 13, 196; ὕλη τηλεθόωσα Iliad. 6, 148 Od. 5, 63; in der Iliad. auch χαίτην τηλεθόωσαν, volles Haar, 23, 142, u. παῖδας τηλεθάοντας (wo auch τηλεθόωντας stehen könnte), 22, 423; wovon strotzen, τινί, H. h. 6, 41.

Greek (Liddell-Scott)

τηλεθάω: ἐκτεταμένος τύπος τοῦ θάλλω (πρβλ. τέθηλα, θηλέω, θαλέθω), ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστώτα καὶ (πλὴν ἐν Θεοκρ. Ἐπιγραμμ. 4. 6, καὶ μεταγεν. Ἐπικ.) μόνον κατὰ μετοχ. τηλεθάων ἢ -όων, θάλλω, εἶμαι ἐν πλήρει ἀνθήσει, ἀκμάζω, εἶμαι εὐθαλής, ὕλη τηλεθόωσα Ἰλ. Ζ. 148· ἔρνος τηλεθάον Ρ. 55· ἐλαῖαι τηλεθόωσαι Ὀδ. Ε. 63· δένδρεα τηλεθόωντα Η. 114· μεταφ., παῖδες τηλεθάοντες (-όωντες;), θαλεροί, ἀκμαῖοι, Ἰλ. Χ. 423· χαίτη τηλεθόωσα, ἄφθονος, ἀνθηρά, Ψ. 142· ἄστεα τηλεθάοντα, ἀκμάζοντα, Ἐμπεδ. 403· - μετὰ δοτ., κισσὸς ἄνθεσι τ., πλήρης ἀνθέων, Ὕμν. Ὁμ. 6. 41.

French (Bailly abrégé)

seul. part. prés. τηλεθάων et d’ord. épq. τηλεθόων, όωσα;
pousser avec force, être luxuriant, abondant, vigoureux.
Étymologie: p. *ταλθάω, de la R. Θαλ, pousser, croître.

Greek Monolingual

Α
1. (για δένδρα και φυτά) θάλλω, ακμάζω, είμαι γεμάτος φύλλα, άνθη ή καρπούς (α. «ὕλη τηλεθόωσα», Ομ. Ιλ.
β. «ἐλαῑαι τηλεθόωσαι», Ομ. Οδ.
γ. «κισσὸς ἄνθεσι τηλεθάων», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. α) ακμαίος, γεμάτος ζωντάνια («παῑδας...τηλεθάοντας», Ομ. Ιλ.)
β) πλούσιος, άφθονος («χαίτην τηλεθόωσαν», Ομ. Ιλ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από το θ. θηλ- του παρακμ. τέ-θηλ-α του θάλλω με εκφραστικό επίθημα -εθά-ω και ανομοίωση τών δασέων: τηλ-εθά-ω < θηλ-εθά-ω (πρβλ. τάφος < θ. θαφ-)].

Greek Monotonic

τηλεθάω: εκτετ. τύπος του θάλλω (πρβλ. τέθηλα), κυρίως στη μτχ. ενεστ., βρίσκομαι σε πλήρη άνθιση, λαμποκοπώ, ακμάζω, ὕλη τηλεθόωσα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐλαῖαι τηλεθόωσαι, σε Ομήρ. Οδ.· χαίτη τηλεθόωσα, άφθονα μαλλιά, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

τηλεθάω: (только part. τηλεθάων и τηλεθόων) пышно разрастаться, цвести, быть в расцвете (ὕλη τηλεθόωσα Hom.; κισσὸς ἄνθεσι τηλεθάων HH): χαίτη τηλεθόωσα Hom. пышные кудри; παῖδες τηλεθάοντες Hom. цветущие дети.

Middle Liddell

τηλεθάω, [lengthd. for θάλλω, cf. τέθηλα mostly in pres. part.]
luxuriant-growing, blooming, flourishing, ὕλη τηλεθόωσα Il.; ἐλαῖαι τηλεθόωσαι Od.; χαίτη τηλεθόωσα luxuriant hair, Il.

Frisk Etymology German

τηλεθάω: {tēletháō}
See also: s. θάλλω.
Page 2,892