πλειών: Difference between revisions
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
(1ba) |
(2b) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[πλειών]], ῶνος, ὁ, [[πλέος]]<br />a [[full]] [[period]], a [[year]], Hes. | |mdlsjtxt=[[πλειών]], ῶνος, ὁ, [[πλέος]]<br />a [[full]] [[period]], a [[year]], Hes. | ||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''πλειών''': -ῶνος (Hes. ''Op''. 617, Kall. ''Jov''. 89, Lyk. 201, ''AP'' 6, 93, ''IG'' 9:1. 880, 16 [Versinschr.]),<br />{pleiṓn}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': von den hellenist. Dichtern im Sinn von [[Jahr]] gebraucht (vgl. H.: [[πλειών]]· ὁ [[ἐνιαυτός]]. ἀπὸ [[τοῦ]] πάντας τοὺς καρποὺς τῆς γῆς συμπληροῦσθαι); Bed. bei Hes. unklar, vgl. Troxler Spr. u. Wortsch. Hesiods 186 f.<br />'''Etymology''' : Als "Vollperiode, Volljahr" allgemein und wohl richtig zu [[πλέως]], ep. [[πλεῖος]] [[voll]] gezogen mit ών- Suffix (nach [[αἰών]] od. den Monatsnamen?; vgl. Schwyzer 488).<br />'''Page''' 2,556-557 | |||
}} | }} |
Revision as of 16:10, 2 October 2019
English (LSJ)
ῶνος, ὁ,
A full time or period, year, Hes.Op.617, Call.Jov.89, Lyc.201, AP6.93 (Antip.), IG9(1).880.16 (Corc.).
German (Pape)
[Seite 629] ὁ, die Zeit, das Jahr; Hes. O. 619; Callim. Iov. 89 u. a. sp. D.; ἐκ πολλοῦ πλειῶνος, Antp. Sid. 13 (VI, 93); nach den alten Erklärern ἀπὸ τοῦ πάντα πληροῦν, od. wunderlicher ἀπὸ τοῦ ἐκ πολλῶν συνεστηκέναι καὶ εἰς πολλὰ διῃρῆσθαι; eigtl. wohl von πλέος, der vollendete Zeitabschnitt. Vgl. πλεῖμα.
Greek (Liddell-Scott)
πλειών: -ῶνος, ὁ, πλεῖος, (πλέος) πλήρης χρόνος ἢ χρονικὴ περίοδος ἔτος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 615, Καλλ. εἰς Δία 89, Ἀνθ. Π. 6. 93, Λυκόφρ. 201.
Greek Monolingual
-ῶνος, ὁ, Α
πλήρης χρόνος ή χρονική περίοδος, έτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πλειών παραδίδεται από τον Ησύχιο με σημ. «πλείων
ὁ ἐναιαυτός
ἀπὸ τους καρπούς τῆς γῆς συμπληροῦσθαι». Πολλοί έδωσαν στη λ. τη σημ. «καρπός, σπόρος» και τήν συνέδεσαν με τον τ. που επίσης παραδίδει ο Ησύχιος «πλειόνει
σπείρει» (ο τελευταίος όμως έχει διορθωθεί σε πλείονι
πλήρεις). Τη λ. δανείστηκαν οι Αλεξανδρινοί με σημ. «πλήρης χρόνος, έτος». Σύμφωνα με την τελευταία άποψη, η λ. παράγεται από το επίθ. πλέως / πλεῖος «πλήρης» (< πίμπλημι) με επίθημα -ών (πιθ. κατά τα ονόματα τών μηνών σε -ών, πρβλ. Ανθεστηρίων, Πλυντηρίων].
Greek Monotonic
πλειών: -ῶνος, ὁ (πλέος), μια πλήρης χρονική περίοδος, ένας ολόκληρος χρόνος, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
πλειών: ῶνος ὁ круговорот времени, т. е. (полный) год Hes.: ἐκ πολλοῦ πλειῶνος Anth. вследствие преклонных лет.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλειών -ῶνος, ὁ [πολύς] de volle tijd, jaar.
Frisk Etymological English
-ῶνος
Grammatical information: m.
Meaning: By the hellenist. poets used in the sense of year (cf. H.: πλειών ὁ ἐνιαυτός. ἀπὸ τοῦ πάντας τοὺς καρποὺς τῆς γῆς συμπληροῦσθαι); meaning in Hes. unclear, cf. Troxler Spr. u. Wortsch. Hesiods 186 f. (Hes. Op. 617, Call. Jov. 89, Lyc. 201, AP 6, 93, IG 9:1. 880, 16 verse-inscr.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: As "full period [Vollperiode, Volljahr]" generally and prob. correct connected with πλέως, ep. πλεῖος full with ών-suffix (after αἰών or the monthnames?; cf. Schwyzer 488).
Middle Liddell
πλειών, ῶνος, ὁ, πλέος
a full period, a year, Hes.
Frisk Etymology German
πλειών: -ῶνος (Hes. Op. 617, Kall. Jov. 89, Lyk. 201, AP 6, 93, IG 9:1. 880, 16 [Versinschr.]),
{pleiṓn}
Grammar: m.
Meaning: von den hellenist. Dichtern im Sinn von Jahr gebraucht (vgl. H.: πλειών· ὁ ἐνιαυτός. ἀπὸ τοῦ πάντας τοὺς καρποὺς τῆς γῆς συμπληροῦσθαι); Bed. bei Hes. unklar, vgl. Troxler Spr. u. Wortsch. Hesiods 186 f.
Etymology : Als "Vollperiode, Volljahr" allgemein und wohl richtig zu πλέως, ep. πλεῖος voll gezogen mit ών- Suffix (nach αἰών od. den Monatsnamen?; vgl. Schwyzer 488).
Page 2,556-557