δέομαι: Difference between revisions
οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; οὐχ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωσὴφ καὶ Σίμων καὶ Ἰούδας; → “Isn't he the carpenter's son? Isn't his mother's name Mary, and aren't his brothers Jacob and Joseph and Shimon and Judah? (Matthew 13:55)
(1a) |
(c1) |
||
Line 25: | Line 25: | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''δέομαι''': {déomai}<br />'''See also''': s. 2. [[δέω]].<br />'''Page''' 1,367 | |ftr='''δέομαι''': {déomai}<br />'''See also''': s. 2. [[δέω]].<br />'''Page''' 1,367 | ||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':dšomai 得哦買<p>'''詞類次數''':動詞(22)<p>'''原文字根''':捆綁 相當於: ([[חָנַן]]‎) ([[נָא]]‎) ([[עָתַר]]‎) ([[צָעַק]]‎) ([[תַּחֲנוּן]]‎) ([[תְּפִלָּה]]‎)<p>'''字義溯源''':求,祈求,懇求,請求,禱告,勸;源自([[δέω]])*=捆綁)。參讀 ([[αἰτέω]])同義字。參讀 ([[βούλομαι]])同義字<p/>'''出現次數''':總共(22);太(1);路(8);徒(7);羅(1);林後(3);加(1);帖前(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 求(6) 路5:12; 路8:28; 路9:38; 徒21:39; 林後5:20; 林後8:4;<p>2) 懇求(3) 路8:38; 徒26:3; 羅1:10;<p>3) 你們當求(2) 太9:38; 路10:2;<p>4) 祈求(2) 路21:36; 徒8:22;<p>5) 已經⋯祈求(1) 路22:32;<p>6) 我⋯求過(1) 路9:40;<p>7) 願⋯祈求(1) 徒8:24;<p>8) 我們⋯祈求(1) 帖前3:10;<p>9) 禱告(1) 徒10:2;<p>10) 禱告完了(1) 徒4:31;<p>11) 請問(1) 徒8:34;<p>12) 我祈望(1) 林後10:2;<p>13) 我勸(1) 加4:12 | |||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 2 October 2019
German (Pape)
[Seite 547] fürchten, Aesch. Pers. 686 (v. l. δείομαι) c. inf.; es ist wohl δίομαι zu lesen. bitten, bedürfen, s. δέω.
French (Bailly abrégé)
English (Slater)
δέομαι
1 lack c. gen. ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ σκότον πολὺν ὕμνων ἔχοντι δεόμεναι (N. 7.13)
Spanish (DGE)
v. 2 δέω.
δοκῶ Hsch. (prob. f.l. por δέαμαι).
English (Strong)
middle voice of δέω; to beg (as binding oneself), i.e. petition: beseech, pray (to), make request. Compare πυνθάνομαι.
English (Thayer)
(δέος) δέους, τό (δείδω) (from Homer down), fear, awe: μετά εὐλαβείας καί δέους, L T Tr WH. [ SYNONYMS: δέος (apprehension), φόβος (fear): Ammonius under the word δέος says δέος καί φόβος διαφέρει. δέος μέν γάρ ἐστι πολυχρόνιος κακοῦ ὑπόνοια. φόβος δέ ἡ παραυτίκα πτόησις. Plato (Laches, p. 198b.): δέος γάρ εἶναι προσδοκίαν μέλλοντος κακοῦ. Cf. Stallbaum on Plato s Protag., p. 167; Schmidt, chapter 139; and see under the word δειλία.]
Greek Monolingual
(AM δέομαι)
κάνω δέηση, ικετεύω, προσεύχομαι («δέεται σιωπηλά», «πρὸς τὸν Θεόν μου δεηθήσομαι», «καὶ δεόμεθά σου, ὁ Θεός»)
αρχ.-μσν.
έχω ανάγκη, χρειάζομαι κάτι («ἐδέοντο βοηθείας»)
αρχ.
1. επιθυμώ
(«μηδὲ δεῑσθαι τοῦ ἀπηγορευμένου» — ούτε να επιθυμεί το απαγορευμένο)
2. παρακαλώ κάποιον να κάνει κάτι («ἐμοῡ δὲ δέησιν ἰσχυρὰν ἐδεήθη μὴ παραλιπεῑν, «ἐδεήθη Καίσαρος ὅπως αὐτὴν ἐάση...»)
αρχ.-μσν.
(μτχ. ενεστ.) οι δεόμενοι
έτσι καλούνται από τη στάση τους παραστάσεις χριστιανών, αγίων ή άλλων προσώπων της Αγίας Γραφής, που εικονίζονται στις τοιχογραφίες τών κατακομβών
αρχ.
οι φτωχοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δέω (Ι)].
Frisk Etymological English
See also: s. 2. δέω.
Frisk Etymology German
δέομαι: {déomai}
See also: s. 2. δέω.
Page 1,367
Chinese
原文音譯:dšomai 得哦買
詞類次數:動詞(22)
原文字根:捆綁 相當於: (חָנַן) (נָא) (עָתַר) (צָעַק) (תַּחֲנוּן) (תְּפִלָּה)
字義溯源:求,祈求,懇求,請求,禱告,勸;源自(δέω)*=捆綁)。參讀 (αἰτέω)同義字。參讀 (βούλομαι)同義字
出現次數:總共(22);太(1);路(8);徒(7);羅(1);林後(3);加(1);帖前(1)
譯字彙編:
1) 求(6) 路5:12; 路8:28; 路9:38; 徒21:39; 林後5:20; 林後8:4;
2) 懇求(3) 路8:38; 徒26:3; 羅1:10;
3) 你們當求(2) 太9:38; 路10:2;
4) 祈求(2) 路21:36; 徒8:22;
5) 已經⋯祈求(1) 路22:32;
6) 我⋯求過(1) 路9:40;
7) 願⋯祈求(1) 徒8:24;
8) 我們⋯祈求(1) 帖前3:10;
9) 禱告(1) 徒10:2;
10) 禱告完了(1) 徒4:31;
11) 請問(1) 徒8:34;
12) 我祈望(1) 林後10:2;
13) 我勸(1) 加4:12