μισθωτός: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
(c2)
Line 36: Line 36:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μισθωτός]], ή, όν [from [[μισθόω]]<br /><b class="num">I.</b> [[hired]], Hdt., Plat.<br /><b class="num">II.</b> as Subst. an [[hireling]], [[hired]] [[servant]], Ar.: of soldiers, in pl., mercenaries, Hdt., Thuc.
|mdlsjtxt=[[μισθωτός]], ή, όν [from [[μισθόω]]<br /><b class="num">I.</b> [[hired]], Hdt., Plat.<br /><b class="num">II.</b> as Subst. an [[hireling]], [[hired]] [[servant]], Ar.: of soldiers, in pl., mercenaries, Hdt., Thuc.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':misqwtÒj 米士拖拖士<p>'''詞類次數''':形容詞(4)<p>'''原文字根''':雇用的 相當於: ([[שָׂכִיר]]&#x200E;)<p>'''字義溯源''':賺工資的工人,雇員,雇工;源自([[μισθόω]])=雇用);而 ([[μισθόω]])出自([[μισθός]])*=工資)。參讀 ([[μισθός]])同源字<p/>'''出現次數''':總共(4);可(1);約(3)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 雇工(4) 可1:20; 約10:12; 約10:13; 約10:13
}}
}}

Revision as of 21:00, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μισθωτός Medium diacritics: μισθωτός Low diacritics: μισθωτός Capitals: ΜΙΣΘΩΤΟΣ
Transliteration A: misthōtós Transliteration B: misthōtos Transliteration C: misthotos Beta Code: misqwto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A hired, ἐπίκουροι Hdt.3.45, Pl.R.419; ἄνθρωποι Phld.Mus.p.67 K.    II Subst., hireling, hired servant, Ar.Av.1152, Pl.Lg.918b, IG22.1672.28, Ev.Marc.1.20, etc.: freq. of soldiers, mercenaries, Hdt.1.61, Th. 5.6; of a spy or agent, D.18.38; μ. Φιλίππου ib.52; καλὸς κἀγαθὸς καὶ δίκαιος μ. ἐκείνῳ Id.19.110.

German (Pape)

[Seite 191] gemiethet, um Lohn gedungen, Söldling; καὶ θῆτες, Plat. Polit. 290 a; ἐπίκουροι, Rep. IV, 419 u. öfter; comic. bei Ath. oft u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μισθωτός: -ή, -όν, ὁ ἐπὶ μισθῷ πράττων τι, Ἡρόδ. 3. 45· ἐπίκουροι Πλάτ. 419. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ ἐπὶ μισθῷ ὑπηρετῶν, ὑπηρέτης, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1152, Πλάτ. Νόμ. 918Β, κτλ.· συχν. ἐπὶ στρατιωτῶν, οἱ μισθοφόροι, Ἡρόδ. 1. 61, Θουκ. 5. 6· ἐπὶ κατασκόπου ἢ πράκτορος ξένων, Δημ. 238. 21· μ. Φιλίππου ὁ αὐτ. ἐν 242. 25· καλὸς κἀγαθὸς καὶ δίκαιος μ. ἐκείνῳ ὁ αὐτ. ἐν 374. 25.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
I. adj. pris à gages, mercenaire ; en parl. de maisons pris à loyer, loué;
II. subst.μισθωτός :
1 serviteur à gages;
2 soldat mercenaire;
3 agent salarié, espion.
Étymologie: μισθόω.

English (Strong)

from μισθόω; a wage-worker (good or bad): hired servant, hireling.

English (Thayer)

μισθωτοῦ, ὁ (μισθόω), one hired, a hireling: Aristophanes, Plato, Demosthenes, others; the Sept. for שָׂכִיר.)

Greek Monolingual

και μιστωτός, -ή, -ό (ΑΜ μισθωτός, -ή, -όν, Μ και μιστωτός, -ή, -όν) μισθώνω
αυτός που εισπράττει μισθό για την εργασία την οποία παρέχει, έμμισθος υπάλληλος ή εργάτης
νεοελλ.
(νομ.) (στη μίσθωση εργασίας) ο εκμισθωτής, δηλαδή αυτός που είναι υποχρεωμένος να παρέχει τις υπηρεσίες του με μισθό ή ημερομίσθιο
αρχ.
το αρσ. ως ουσ.μισθωτός
α) ο υπηρέτης, ο βοηθός
β) (για στρατιώτες) ο μισθοφόρος
γ) (για πράκτορα ξένων ή κατάσκοπο) μίσθαρνο όργανο, πληρωμένος, βαλτός.

Greek Monotonic

μισθωτός: -ή, -όν,
I. αυτός που κάνει κάτι έναντι μισθού, σε Ηρόδ., Πλάτ.
II. ως ουσ., μισθωτός εργάτης, μισθωτός υπηρέτης, σε Αριστοφ.· λέγεται για στρατιώτες, στον πληθ., μισθοφόροι, σε Ηρόδ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

μισθωτός:
1) нанятый, наемный (ἐπίκουροι Plat.);
2) арендованный (οἰκίαι Xen.).
II
1) наемный слуга, работник Plat., NT;
2) наемный воин, наемник Her., Thuc.;
3) наймит, агент (Φιλίππου Dem.).

Middle Liddell

μισθωτός, ή, όν [from μισθόω
I. hired, Hdt., Plat.
II. as Subst. an hireling, hired servant, Ar.: of soldiers, in pl., mercenaries, Hdt., Thuc.

Chinese

原文音譯:misqwtÒj 米士拖拖士

詞類次數:形容詞(4)

原文字根:雇用的 相當於: (שָׂכִיר‎)

字義溯源:賺工資的工人,雇員,雇工;源自(μισθόω)=雇用);而 (μισθόω)出自(μισθός)*=工資)。參讀 (μισθός)同源字

出現次數:總共(4);可(1);約(3)

譯字彙編

1) 雇工(4) 可1:20; 約10:12; 約10:13; 約10:13