тяжелый: Difference between revisions
From LSJ
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
(7) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ὑπέροπλος]], [[ἄγριος]], [[βαρύποτμος]], [[λυγρός]], [[πολυκηδής]], [[ἐργώδης]], [[ὄβριμος]], [[ἀλγινόεις]], [[βαρυαχής]], [[σάρκινος]], [[δύσκολος]], [[ἀμέγαρτος]], [[ἄχαρις]], [[ἀδευκής]], [[ἀγέλαστος]], [[δείλαιος]], [[πικρός]], [[ὀξύς]], [[προσάντης]], [[καρτερός]], [[ζοφερός]], [[θερμός]], [[χαλεπός]], [[δυστράπελος]], [[ἀργαλέος]], [[δυσχερής]], [[ἔμμοχθος]], [[ἐπίπονος]], [[λυπρός]], [[βαρυπεσής]], [[βαρύσταθμος]], [[βαρύμοχθος]], [[δύσζωος]], [[δύσπονος]], [[μέρμερος]], [[δυσπετής]], [[καματηρός]], [[φορτικός]], [[ἐμβριθής]], [[δύσφορος]], [[ἐπαχθής]], [[βαρύς]], [[βριθύς]], [[κοπώδης]], [[πραγματώδης]], [[τραχύς]], [[τρηχύς]] | |rueltext=[[μέλεος]], [[δυστάλας]], [[φιλόπονος]], [[αἰπύς]], [[ὑπέροπλος]], [[ἄγριος]], [[βαρύποτμος]], [[λυγρός]], [[πολυκηδής]], [[ἐργώδης]], [[ὄβριμος]], [[ἀλγινόεις]], [[βαρυαχής]], [[σάρκινος]], [[δύσκολος]], [[ἀμέγαρτος]], [[ἄχαρις]], [[ἀδευκής]], [[ἀγέλαστος]], [[δείλαιος]], [[πικρός]], [[ὀξύς]], [[προσάντης]], [[καρτερός]], [[ζοφερός]], [[θερμός]], [[χαλεπός]], [[δυστράπελος]], [[ἀργαλέος]], [[δυσχερής]], [[ἔμμοχθος]], [[ἐπίπονος]], [[λυπρός]], [[βαρυπεσής]], [[βαρύσταθμος]], [[βαρύμοχθος]], [[δύσζωος]], [[δύσπονος]], [[μέρμερος]], [[δυσπετής]], [[καματηρός]], [[φορτικός]], [[ἐμβριθής]], [[δύσφορος]], [[ἐπαχθής]], [[βαρύς]], [[βριθύς]], [[κοπώδης]], [[πραγματώδης]], [[τραχύς]], [[τρηχύς]], [[χαλεπός]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:50, 15 October 2019
Russian > Greek
μέλεος, δυστάλας, φιλόπονος, αἰπύς, ὑπέροπλος, ἄγριος, βαρύποτμος, λυγρός, πολυκηδής, ἐργώδης, ὄβριμος, ἀλγινόεις, βαρυαχής, σάρκινος, δύσκολος, ἀμέγαρτος, ἄχαρις, ἀδευκής, ἀγέλαστος, δείλαιος, πικρός, ὀξύς, προσάντης, καρτερός, ζοφερός, θερμός, χαλεπός, δυστράπελος, ἀργαλέος, δυσχερής, ἔμμοχθος, ἐπίπονος, λυπρός, βαρυπεσής, βαρύσταθμος, βαρύμοχθος, δύσζωος, δύσπονος, μέρμερος, δυσπετής, καματηρός, φορτικός, ἐμβριθής, δύσφορος, ἐπαχθής, βαρύς, βριθύς, κοπώδης, πραγματώδης, τραχύς, τρηχύς, χαλεπός