разбивать: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist
(6) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[λεαίνω]], [[λειαίνω]], [[κεάζω]], [[ἐπικλάω]], [[θραύω]], [[ἄγνυμι]], [[κατάγνυμι]], [[ὑποκλάω]], [[καθαιματόω]], [[καταρρίπτω]], [[καταράσσω]], [[καταράττω]], [[ῥήγνυμι]], [[ῥηγνύω]], [[ἐπιθραύω]], [[ῥαίω]], [[συγκλάω]], [[διακροτέω]], [[ἀποθραύω]], [[διαρραίω]], [[θρυλίζω]], [[θρυλίσσω]], [[συρρήγνυμι]], [[συνθραύω]], [[διαθρύπτω]], [[ἐπικατάγνυμι]], [[συνθλάω]], [[διασκεδάννυμι]], [[διασφενδονάω]], [[κατανέμω]], [[διαφορέω]], [[διατέμνω]], [[διακόπτω]], [[κατακόπτω]], [[περιρρήγνυμι]], [[περιρρηγνύω]], [[ἀπορρήγνυμι]], [[διωθέω]], [[ἐρείκω]], [[διασπάω | |rueltext=[[συναιρέω]], [[πλήσσω]], [[κατασπάω]], [[τιτρώσκω]], [[προσβάλλω]], [[ἀνακλάω]], [[ἀράσσω]], [[λεαίνω]], [[λειαίνω]], [[κεάζω]], [[ἐπικλάω]], [[θραύω]], [[ἄγνυμι]], [[κατάγνυμι]], [[ὑποκλάω]], [[καθαιματόω]], [[καταρρίπτω]], [[καταράσσω]], [[καταράττω]], [[ῥήγνυμι]], [[ῥηγνύω]], [[ἐπιθραύω]], [[ῥαίω]], [[συγκλάω]], [[διακροτέω]], [[ἀποθραύω]], [[διαρραίω]], [[θρυλίζω]], [[θρυλίσσω]], [[συρρήγνυμι]], [[συνθραύω]], [[διαθρύπτω]], [[ἐπικατάγνυμι]], [[συνθλάω]], [[διασκεδάννυμι]], [[διασφενδονάω]], [[κατανέμω]], [[διαφορέω]], [[διατέμνω]], [[διακόπτω]], [[κατακόπτω]], [[περιρρήγνυμι]], [[περιρρηγνύω]], [[ἀπορρήγνυμι]], [[διωθέω]], [[ἐρείκω]], [[διασπάω]], [[τρώω]], [[συλλοχίζω]], [[συναλοάω]], [[συναράσσω]], [[συναράττω]], [[διακναίω]], [[συντρίβω]], [[κόπτω]], [[τέμνω]], [[λύω]], [[δαμάζω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:22, 15 October 2019
Russian > Greek
συναιρέω, πλήσσω, κατασπάω, τιτρώσκω, προσβάλλω, ἀνακλάω, ἀράσσω, λεαίνω, λειαίνω, κεάζω, ἐπικλάω, θραύω, ἄγνυμι, κατάγνυμι, ὑποκλάω, καθαιματόω, καταρρίπτω, καταράσσω, καταράττω, ῥήγνυμι, ῥηγνύω, ἐπιθραύω, ῥαίω, συγκλάω, διακροτέω, ἀποθραύω, διαρραίω, θρυλίζω, θρυλίσσω, συρρήγνυμι, συνθραύω, διαθρύπτω, ἐπικατάγνυμι, συνθλάω, διασκεδάννυμι, διασφενδονάω, κατανέμω, διαφορέω, διατέμνω, διακόπτω, κατακόπτω, περιρρήγνυμι, περιρρηγνύω, ἀπορρήγνυμι, διωθέω, ἐρείκω, διασπάω, τρώω, συλλοχίζω, συναλοάω, συναράσσω, συναράττω, διακναίω, συντρίβω, κόπτω, τέμνω, λύω, δαμάζω