μέλλησις: Difference between revisions
Οὐ παύσεσθε, εἶπεν, ἡμῖν ὑπεζωσμένοις ξίφη νόμους ἀναγινώσκοντες; → What! will you never cease prating of laws to us that have swords by our sides? | Stop quoting the laws to us. We carry swords.
(1ba) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mellisis | |Transliteration C=mellisis | ||
|Beta Code=me/llhsis | |Beta Code=me/llhsis | ||
|Definition=εως, ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">being about to do, threatening to do</b>, <span class="bibl">Th.1.69</span>, <span class="bibl">4.126</span>, al.; opp. <b class="b3">ὁρμή</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1393a4</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b2">unfulfilled thought</b> or <b class="b2">intention, delay</b>, <span class="bibl">Th.5.116</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>723d</span>; <b class="b3">διὰ βραχείας μελλήσεως</b> at short | |Definition=εως, ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">being about to do, threatening to do</b>, <span class="bibl">Th.1.69</span>, <span class="bibl">4.126</span>, al.; opp. <b class="b3">ὁρμή</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1393a4</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b2">unfulfilled thought</b> or <b class="b2">intention, delay</b>, <span class="bibl">Th.5.116</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>723d</span>; <b class="b3">διὰ βραχείας μελλήσεως</b> at short [[notice]], <span class="bibl">Th.5.66</span>; μελλήσει οὐδεμιᾷ <span class="bibl">Procop.<span class="title">Pers.</span>1.25</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> c. gen. rei, <b class="b2">putting off</b>, διὰ τὴν ἐκείνων μέλλησιν τῶν ἐς ἡμᾶς δεινῶν <span class="bibl">Th. 3.12</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:05, 28 June 2020
English (LSJ)
εως, ἡ,
A being about to do, threatening to do, Th.1.69, 4.126, al.; opp. ὁρμή, Arist.Rh.1393a4. II unfulfilled thought or intention, delay, Th.5.116, Pl.Lg.723d; διὰ βραχείας μελλήσεως at short notice, Th.5.66; μελλήσει οὐδεμιᾷ Procop.Pers.1.25. 2 c. gen. rei, putting off, διὰ τὴν ἐκείνων μέλλησιν τῶν ἐς ἡμᾶς δεινῶν Th. 3.12.
German (Pape)
[Seite 125] ἡ, das Zögern, Zaudern; Thuc. 1, 69; καὶ ὄκνος, 7, 49; auch die Erwartung, 4, 126; μηκέτι διατριβὴν πλείω τῆς μελλήσεως ποιώμεθα, Plat. Legg. IV, 723 d; Folgde; – διὰ βραχείας μελλήσεως, nach kurzer Zwischenzeit, Thuc. 5, 66.
Greek (Liddell-Scott)
μέλλησις: ἡ, (μέλλω) βραδύτης, ἀδράνεια, χρονοτριβή, ἀναβολή, τῇ μελλήσει ἀμυνόμενοι Θουκ. 1. 69., 4. 126, κ. ἀλλ. II. σκέψις μὴ ἐκτελουμένη, σκοπὸς μὴ ἐκπληρούμενος, ἀργοπορία, βραδύτης, ὁ αὐτ. ἐν 5. 116, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 723D. διὰ βραχείας μελλήσεως, ἐντὸς βραχέος χρόνου, Θουκ. 5. 66. 2) μετὰ γεν. πράγμ., ἀναβολή, χρονοτριβὴ περὶ τὴν ἐκτέλεσίν τινος, διὰ τὴν ἐκείνων μέλλησιν τῶν ἐς ἡμᾶς δεινῶν ὁ αὐτ. ἐν. 3. 12. - Πρβλ. ἐπιμέλλησις.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 attente;
2 action de temporiser, d’attendre pour faire qch, attente, remise, retard;
3 pensée ou résolution qui n’aboutit pas.
Étymologie: μέλλω.
Greek Monolingual
μέλλησις, ἡ (Α) μέλλω
1. ετοιμότητα, προπαρασκευή, ιδίως πολεμική, εξοπλισμός
2. σκοπός που δεν εκπληρώθηκε («καὶ Ἀργεῑοι διὰ τὴν ἐκείνων μέλλησιν τῶν ἐν τῇ πόλει τινὰς ὑποπτεύσαντες τοὺς μὲν ξυνέλαβον, οἱ δ' αὐτοὺς καὶ διέφυγον», Θουκ.)
3. χρονοτριβή στην επιτέλεση ενός έργου, αδράνεια («διὰ τὴν ἐκείνων μέλλησιν τῶν ἐς ἡμᾱς δεινῶν», Θουκ.).
Greek Monotonic
μέλλησις: ἡ (μέλλω)·
I. αυτό που καθυστερεί να επέλθει, το επαπειλούμενο (με εχθρική έννοια), σε Θουκ.
II. 1. πρόθεση να γίνει κάτι, που όμως δεν υλοποιήθηκε, αναβολή, καθυστέρηση, στον ίδ.· διὰ βραχείας μελλήσεως, σε σύντομο χρονικό διάστημα, στον ίδ.
2. με γεν. πράγμ., αναβολή, καθυστέρηση στην εκτέλεση κάποιας πράξης, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
μέλλησις: εως ἡ
1) медлительность, затягивание (τῆς ἐπιχειρήσεως Plut.): οὐ τῇ δυνάμει, ἀλλὰ τῇ μελλήσει ἀμυνόμενοι Thuc. обороняясь не силой, а затягиванием (войны);
2) задержка, отсрочка, промедление: διὰ τὴν ἐκείνων μέλλησιν τῶν ἐς ἡμᾶς δεινῶν Thuc. так как они (т. е. афиняне) отложили мысль о том, чтобы расправиться с нами;
3) приготовление (к чему-л.), готовность: τὸ ἀνδρεῖον μελλήσει ἐπικομπεῖν Thuc. похваляться храбростью, показывая свою готовность (к нападению);
4) намерение: τὴν μέλλησιν ἔχειν Thuc. (только) намереваться, не идти дальше намерения.
Middle Liddell
μέλλησις, ιος, ἡ, μέλλω
I. a being about to do, threatening to do, Thuc.
II. an intention not carried into effect, delay, Thuc.; διὰ βραχείας μελλήσεως at short notice, Thuc.
2. c. gen. rei, a putting off, a delaying to execute, Thuc.