ἀναπολέω: Difference between revisions
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
(1a) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anapoleo | |Transliteration C=anapoleo | ||
|Beta Code=a)napole/w | |Beta Code=a)napole/w | ||
|Definition=poet. ἀμπ-, properly, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">turn up</b> the ground | |Definition=poet. ἀμπ-, properly, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">turn up</b> the ground [[again]] (<b class="b3">τρὶς ἀροτριᾶν τὴν γῆν</b>, Hsch. s.v. [[ὡραπολεῖν]]): hence, <b class="b2">go over again, repeat</b>, ταὐτὰ τρὶς τετράκι τ' ἀμπολεῖν <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>7.104</span>; δὶς ταὐτὰ βούλει καὶ τρὶς ἀναπολεῖν μ' ἔπη; <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>1238</span>; <b class="b3">ὅταν [ψυχὴ] αὖθις ταύτην ἀναπολήσῃ [μνήμην</b>] <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phlb.</span>34b</span>, cf. <span class="bibl">Vett.Val.242.20</span>:—aor. 1 Pass., <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>13.5.8</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:10, 29 June 2020
English (LSJ)
poet. ἀμπ-, properly,
A turn up the ground again (τρὶς ἀροτριᾶν τὴν γῆν, Hsch. s.v. ὡραπολεῖν): hence, go over again, repeat, ταὐτὰ τρὶς τετράκι τ' ἀμπολεῖν Pi.N.7.104; δὶς ταὐτὰ βούλει καὶ τρὶς ἀναπολεῖν μ' ἔπη; S.Ph.1238; ὅταν [ψυχὴ] αὖθις ταύτην ἀναπολήσῃ [μνήμην] Pl.Phlb.34b, cf. Vett.Val.242.20:—aor. 1 Pass., J.AJ13.5.8.
German (Pape)
[Seite 203] umwenden, ἀμπολεῖν ταὐτὰ τρὶς καὶ τετράκις Pind. N. 7, 104; vom Acker, umpflügen; von Speisen, wiederkäuen. Aelian. bei Suid. Uebertr., im Geiste herumwenden, überdenken, erwägen, ἔπη, wiederholen, Soph. Phil. 1222; μνήμην Plat. Phil. 34 b; Suid. erkl. geradezu ἀναμιμνήσκεσθαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπολέω: ποιητ. ἀμπ-, κυρίως, ἀναστρέφω τὸ χῶμα δι’ ἀρότρου, ἀναστρέφω αὐτὸ πάλιν, (τρὶς ἀροτριᾶν τὴν γῆν Ἡσύχ. ἐν λ. ὡραπολεῖν), πρβλ. πολέω, ἀναπολίζω: ἐντεῦθεν, διεξέρχομαι ἐκ νέου, ἐπαναλαμβάνω, ἀναθεωρῶ, Λατ. volvere ἤ versare [animo], ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ’ ἀμπολεῖν Πινδ. Ν. 7. 153· δὶς ταὐτὰ βούλει καὶ τρὶς ἀναπολεῖν μ’ ἔπη; Σοφ. Φ. 1238· ὅταν ... αὖθις ταύτην ἀναπολήσῃ [μνήμην] Πλάτ. Φίλ. 34Β, «ἀναπολεῖ, ἀναμιμνήσκεται» Σουΐδ. ―«ἀναπολεῖ, μνημονεύει, Λάκωνες» Ἡσύχ.: ― περὶ τροφῆς, ἀναμασῶμαι, «μόνος ὁ θαλάσσιος σκάρος τὴν τροφὴν ἀναπολεῖ, ὥσπερ καὶ τὰ βληχητά, ἃ δὴ μηρυκᾶται» Αἰλ. παρὰ Σουΐδᾳ (Αἰλ. π. Ζ. 2. 54, ἔνθα ὅμως γράφεται ἀναπλέουσαν): ― α΄ ἀόρ. παθ. Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 13. 5, 8.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 tourner et retourner dans son esprit;
2 redire, répéter.
Étymologie: ἀνά, πολέω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): poét. ἀμπ- Pi.N.7.104
1 repetir ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ' ἀμπολεῖν Pi.l.c., δὶς ταὐτὰ βούλει καὶ τρὶς ἀναπολεῖν μ' ἔπη; S.Ph.1238, gram. ἡ δὲ αὐτὸς ἐπ' ἀναπολούμενον πρόσωπον φέρεται A.D.Pron.61.5, cf. 14.4, Synt.18.5, 27.6
2 recordar ὅταν ... (ψυχή) αὖθις ταύτην (μνήμην) ἀναπολήσῃ Pl.Phlb.34b, τὸ τοῦ προτέρου βίου καὶ τοῦ νῦν Epicur.Fr.[133] 4, τοὺς ἐπί τινι λίαν ἀγανακτήσαντας M.Ant.12.27, ταῦθ' <εἰκὸς> ἑκάστου τῶν πονηρῶν τὴν ψυχὴν ἀναπολεῖν Plu.2.556a, τὰ πεπραγμένα Arr.Epict.4.6.35
•ὅτι ... Vett.Val.242.20
•abs. Amelius en Porph.Plot.17.33, ἀναπολεῖ· μνημονεύει Hsch.
•registrar, hacer constar ἀπὸ τῆς ἐξ ἀρχῆς ἀναποληθείσης ἡμῖν οἰκειότητος desde que por primera vez quedó constancia de nuestra amistad I.AI 13.168, τὰ ἐκεῖ θεάματα Meth.Symp.8.2.
3 volver a trabajar ἀναπολεῖν δὲ λέγουσι τὸ τρὶς ἀροτριᾶν τὴν γῆν Hsch.s.u. ὡραπολεῖν.
Greek Monotonic
ἀναπολέω: ποιητ. ἀμ-πολέω, μέλ. -ήσω, κυρίως αναστρέφω το χώμα· απ' όπου επαναλαμβάνω, αναθεωρώ, σε Πίνδ., Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναπολέω: поэт. ἀμπολέω
1) вновь обдумывать (τρὶς τετράκι τι Pind.; τι ἐν ἑαυτῷ Plut.);
2) повторять (δὶς καὶ τρὶς ταὐτὰ ἔπη Soph.; μνήμην Plat.).
Middle Liddell
properly to turn up the ground again: hence to go over again, repeat, reconsider, Pind., Soph.