πολιορκία: Difference between revisions
ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more
(1ba) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=poliorkia | |Transliteration C=poliorkia | ||
|Beta Code=poliorki/a | |Beta Code=poliorki/a | ||
|Definition=Ion. <b class="b3">-ιη</b>, ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">siege of a city</b>, <span class="bibl">Hdt.1.81</span>, <span class="bibl">190</span>, <span class="bibl">5.34</span>, <span class="bibl">And.1.73</span>, <span class="bibl">Th.2.78</span>, etc. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> metaph., | |Definition=Ion. <b class="b3">-ιη</b>, ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">siege of a city</b>, <span class="bibl">Hdt.1.81</span>, <span class="bibl">190</span>, <span class="bibl">5.34</span>, <span class="bibl">And.1.73</span>, <span class="bibl">Th.2.78</span>, etc. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> metaph., [[besieging]], [[pestering]], v. l. in <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sull.</span>25</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 22:48, 29 June 2020
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A siege of a city, Hdt.1.81, 190, 5.34, And.1.73, Th.2.78, etc. 2 metaph., besieging, pestering, v. l. in Plu.Sull.25.
German (Pape)
[Seite 655] ἡ, Belagerung einer Stadt; Her. 5, 34; Thuc. 2, 78 u. öfter, wie Plat. Alc. II, 142 a u. Folgde; auch übtr., Plut. Sull. 25.
Greek (Liddell-Scott)
πολιορκία: Ἰων. -ίη, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἐπὶ μακρὸν ἔσεσθαι τὴν πολιορκίην Ἡρόδ. 1. 81, 190., 5. 34, Ἀνδοκ. 10. 12, Θουκ. 2. 78, κτλ. 2) μεταφ., ἐνόχλησις, Πλουτ. Σύλλ. 25˙ ἴδε πολιορκέω 2.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 siège d’une ville, investissement;
2 fig. obsession, tourment.
Étymologie: πόλις, ἕρκος.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, ιων. τ. πολιορκίη, Α πολιορκώ
1. ο αποκλεισμός μιας οχυρωμένης θέσης από πολεμικές δυνάμεις με σκοπό την κατάληψή της
2. φορτική ενόχληση
νεοελλ.
1. συνωστισμός πλήθους γύρω από έναν τόπο
2. φρ. α) «κατάσταση πολιορκίας» — κατάσταση εξαιρετικού κινδύνου της εδαφικής ακεραιότητας, της εθνικής ασφάλειας ή του πολιτεύματος, λόγω της οποίας αναστέλλονται, βάσει του Συντάγματος, οι θεμελιώδεις περί ατομικών δικαιωμάτων και περί τακτικών δικαστηρίων συνταγματικές διατάξεις
β) «ερωτική πολιορκία» — διαρκής παρακολούθηση και ενόχληση προσώπου από κάποιον, που επιθυμεί να δημιουργήσει μαζί του ερωτικές σχέσεις.
Greek Monotonic
πολιορκία: Ιων. -ίη, ἡ,
1. πολιορκία, κατάκτηση, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
2. μεταφ., πίεση ή ενόχληση, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
πολιορκία: ион. πολιορκίη ἡ
1) осада Her., Thuc. etc.: μηχαναὶ πρὸς τὰς πολιορκίας Arst. осадные машины;
2) докучливые придирки (ὕβρις καὶ π. Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολιορκία -ας, ἡ, Ion. πολιορκίη [πολιορκέω] belegering.
Middle Liddell
πολιορκία, ἡ,
1. a besieging, siege, Hdt., Thuc., etc.
2. metaph. a besieging, pestering, Plut.