προσεκτικός: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosektikos
|Transliteration C=prosektikos
|Beta Code=prosektiko/s
|Beta Code=prosektiko/s
|Definition=ή, όν, (προσέχω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[attentive]], <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>3.5.5</span> (Comp.); ἀκροατής <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1415a36</span>, Ps.-Plu.<span class="title">Vit.Hom.</span>163 (Comp.). Adv. <b class="b3">-κῶς</b> <b class="b2">assiduously, attentively</b>, Phld.<span class="title">Rh.</span>1.250S., Gal.4.445: Comp. <b class="b3">-ώτερον</b> <b class="b2">more cautiously</b>, <span class="bibl">Sor.1.55</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">capable of holding the attention</b> of a listener, λόγος <span class="bibl">Hermog.<span class="title">Inv.</span>3.2</span>.</span>
|Definition=ή, όν, (προσέχω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[attentive]], <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>3.5.5</span> (Comp.); ἀκροατής <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1415a36</span>, Ps.-Plu.<span class="title">Vit.Hom.</span>163 (Comp.). Adv. <b class="b3">-κῶς</b> [[assiduously]], [[attentively]], Phld.<span class="title">Rh.</span>1.250S., Gal.4.445: Comp. <b class="b3">-ώτερον</b> <b class="b2">more cautiously</b>, <span class="bibl">Sor.1.55</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">capable of holding the attention</b> of a listener, λόγος <span class="bibl">Hermog.<span class="title">Inv.</span>3.2</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 23:02, 29 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεκτικός Medium diacritics: προσεκτικός Low diacritics: προσεκτικός Capitals: ΠΡΟΣΕΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: prosektikós Transliteration B: prosektikos Transliteration C: prosektikos Beta Code: prosektiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (προσέχω)

   A attentive, X.Mem.3.5.5 (Comp.); ἀκροατής Arist.Rh.1415a36, Ps.-Plu.Vit.Hom.163 (Comp.). Adv. -κῶς assiduously, attentively, Phld.Rh.1.250S., Gal.4.445: Comp. -ώτερον more cautiously, Sor.1.55.    II capable of holding the attention of a listener, λόγος Hermog.Inv.3.2.

German (Pape)

[Seite 758] ή, όν, 1) aufmerksam, Xen. Mem. 3, 5, 5, wo προσεκτικώτερος neben εὐπειθέστερος. – 2) akt., aufmerksam machend, Arist. rhet. 3, 14.

Greek (Liddell-Scott)

προσεκτικός: -ή, -όν, (προσέχω) ὡς καὶ νῦν, ὁ προσέχων, Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 5, Ἀριστ. Ρητ. 3. 14, 7. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προσεκτικώτεροι· νηφαλιώτεροι».

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
attentif : τινι à qch;
Cp. προσεκτικώτερος.
Étymologie: προσέχω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / προσεκτικός, -ή, -όν, ΝΑ, και προσεχτικός, -ή, -ό, Ν προσέχω
αυτός που έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να προσέχει (α. «προσεκτικός μαθητής» β. «χρωμένων τῶν ῥητόρων... τοῑς προοιμίοις, ὑπὲρ τοῦ προσεκτικώτερον ἢ εὐνούστερον ποιεῑν τὸν ἀκροατήν», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται με προσοχή, εμπεριστατωμένος, ακριβής (α. «προσεκτική και επιμελημένη εργασία» β. «προσεκτικά πορίσματα»)
2. συνετός, φρόνιμος (α. «η στάση του ήταν πολύ προσεκτική» β. «να είσαι προσεκτικός στο ξένο σπίτι»)
αρχ.
1. (για λόγο) αυτός που έχει την ικανότητα να συγκρατεί την προσοχή του ακροατή
2. (κατά τον Ησύχ.) «προσεκτικώτεροι
νηφαλιώτεροι».
επίρρ...
προσεκτικώς / προσεκτικῶς ΝΑ, και προσεκτικά και προσεχτικά Ν
κατά τρόπο προσεκτικό, με προσοχή, με σύνεση.

Greek Monotonic

προσεκτικός: -ή, -όν (προσέχω), προσεκτικός, επιμελής, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσεκτικός -ή -όν [προσέχω] oplettend, aandachtig.

Russian (Dvoretsky)

προσεκτικός: внимательный (προσεκτικὸν ποιεῖν τινα Xen., Arst.; π. τινι Arst.).

Middle Liddell

προσεκτικός, ή, όν προσέχω
attentive, Xen.